τριάς: Difference between revisions
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trias | |Transliteration C=trias | ||
|Beta Code=tria/s | |Beta Code=tria/s | ||
|Definition= | |Definition=τριάδος, ἡ, ([[τρεῖς]])<br><span class="bld">A</span> [[the number three]], [[triad]], Ion Hist.12 note, Pl. ''Phd.''104a, al.; on its significance in the Pythagorean philosophy, v. Arist.''Cael.''268a13, ''Metaph.''1081a34, b12; <b class="b3">τρισσὴν . . ἐτέων τριάδα</b> (''[[sc.]]'' [[γεγονώς]]), i.e. nine years old, ''Syria'' 5.338 (Sidon); τριὰς ἡ [[ἀκατονόμαστος]], of the mystical Man from heaven ([[θεός]]—[[ἄγγελος]]—[[ἄνθρωπος]] [[παθητός]]), Zos.Alch.p.230 B.<br><span class="bld">2</span> ἡ τριάς = [[group of three days]], τελευτᾷ ἐν τῇ πρώτῃ τ. Thphr.''Vent.''49; the [[third day]], Ph.1.13.<br><span class="bld">3</span> [[system of three strophes]], Heph.p.61C.<br><span class="bld">4</span> [[ἡ ἁγία Τριάς]] = [[the holy Trinity]], ''Cod. Just''.1.1.5.2, etc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:04, 25 August 2023
English (LSJ)
τριάδος, ἡ, (τρεῖς)
A the number three, triad, Ion Hist.12 note, Pl. Phd.104a, al.; on its significance in the Pythagorean philosophy, v. Arist.Cael.268a13, Metaph.1081a34, b12; τρισσὴν . . ἐτέων τριάδα (sc. γεγονώς), i.e. nine years old, Syria 5.338 (Sidon); τριὰς ἡ ἀκατονόμαστος, of the mystical Man from heaven (θεός—ἄγγελος—ἄνθρωπος παθητός), Zos.Alch.p.230 B.
2 ἡ τριάς = group of three days, τελευτᾷ ἐν τῇ πρώτῃ τ. Thphr.Vent.49; the third day, Ph.1.13.
3 system of three strophes, Heph.p.61C.
4 ἡ ἁγία Τριάς = the holy Trinity, Cod. Just.1.1.5.2, etc.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre trois, groupe de trois.
Étymologie: τρεῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριάς -άδος, ἡ [τρεῖς] drietal, het getal drie.
German (Pape)
άδος, ἡ, die Drei, Dreizahl, Plat. Phaed. 104a und Folgde; Dreieinigkeit, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τριάς: άδος ἡ число три, тройка, троица Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τριάς: -άδος, ἡ, (τρεῖς) ὁ ἀριθμός τρία, τριάς, Πλάτ. Φαίδων 104Α, κ. ἄλλ.· περὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀριθμοῦ τούτου ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἴδε Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1. 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 6, 3 κἑξ., 12. 7, 7 κἑξ. 2) ἡ τριάς, ἡ τρίτη ἡμέρα, Φίλων 1. 13. ΙΙ. ἡ Ἁγία Τριάς, αἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος, θεός, λόγος, σοφία, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 2, 15, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 156. 764D, Ἱππόλ. 821Β, Ὠριγέν. Ι, 49C. 160. 401. 403. II. 125, 365, III, 1345, Εὐσέβ. VI, 716C, Ἀθαν. Ι, 220. 464. ΙΙ, 48C, κλπ., Γρηγ. Ναζ. Ι, 1221C, III, 413, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 20, ΙΙ, 1105D, Ἰω Χρυσ. Ι, 502D, 514. κλπ., ἴδε Suic r.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, η, ΝΜΑ
βλ. τριάδα.
(II)
-ᾱντος, ό Α
1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο της λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές
2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη
λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα')».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. του λατ. triens «τρίτο, τριτημόριο» (< tres)].
Greek Monotonic
τριάς: -άδος, ἡ (τρεῖς), ο αριθμός τρία, τριάδα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τριάς, άδος, τρεῖς
the number three, a triad, Plat.