μελίκηρον: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melikiron | |Transliteration C=melikiron | ||
|Beta Code=meli/khron | |Beta Code=meli/khron | ||
|Definition=τό, = [[μελικηρίς]] ([[honeycomb]]) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, Hsch. = [[μελικηρίς]] ([[kind of vine]]) IV, Ps.-Plu. ''Fluv.'' 19.2. | |Definition=τό, = [[μελικηρίς]] ([[honeycomb]]) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] = [[μελικηρίς]] ([[kind of vine]]) IV, Ps.-Plu. ''Fluv.'' 19.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = μελικηρίς (honeycomb) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, Hsch. = μελικηρίς (kind of vine) IV, Ps.-Plu. Fluv. 19.2.
German (Pape)
[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.
Russian (Dvoretsky)
μελίκηρον: (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.
Greek Monolingual
μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινόκηρον)].
Greek Monotonic
μελίκηρον: τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.