ἐπιτιμήτωρ: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitimitor | |Transliteration C=epitimitor | ||
|Beta Code=e)pitimh/twr | |Beta Code=e)pitimh/twr | ||
|Definition=ορος, ὁ, [[avenger]], Ζεὺς δ' ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, i.e. [[Zeus]] [[ξένιος]], Od.9.270. | |Definition=-ορος, ὁ, [[avenger]], Ζεὺς δ' ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, i.e. [[Zeus]] [[ξένιος]], Od.9.270. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, avenger, Ζεὺς δ' ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, i.e. Zeus ξένιος, Od.9.270.
German (Pape)
[Seite 994] ορος, ὁ, Schützer u. Rächer, Ζεὺς ἐπ. ἱκετάων τε ξείνων τε Od. 9, 270, = ξένιος, der bei ihnen als Rächer ist, wenn man gegen sie frevelt, vgl. ἐπιμάρτυρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
vengeur ; protecteur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμήτωρ: ορος ὁ мститель (за кого-л.), защитник: Ζεὺς ἱκετάων τε ξείνων τε ἐ. Hom. Зевс, заступник молящих и чужеземцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν Ὀδ. Ι. 270, Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, «τιμωρός, ἐκδικητής» (Εὐστ.), δηλ. Ζεὺς ξένιος. Τὸ ῥῆμα ἐπιτιμάω δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρῳ.
Greek Monolingual
ἐπιτιμήτωρ, ὁ (Α)
επιτιμώ προστάτης και εκδικητής («Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἐπιτῑμήτωρ, ορος,
an avenger, Od.