πρόκροσσοι: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokrossoi | |Transliteration C=prokrossoi | ||
|Beta Code=pro/krossoi | |Beta Code=pro/krossoi | ||
|Definition=αι, α, or οι, < | |Definition=αι, α, or οι,<br><span class="bld">A</span> a, [[ranged in rows]] or [[ranks]], of ships on a narrow beach, Il.14.35; πρόκροσσαι ὅρμεον τὸ ἐς πόντον καὶ ἐπὶ ὀκτὼ νέας Hdt.7.188; <b class="b3">πέριξ αὐτὸ</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ χαλκήϊον</b>) γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοί εἰσι Id.4.152; <b class="b3">συνδέσεις οὐ περιφερεῖς, ἀλλὰ πρόκροσσαι</b> not round, but [[ranged in ranks]], Democr. ap. [[Theophrastus]] ''Sens.''79, cf. Opp.''H.'' 4.606: metaph., <b class="b3">πρόκροσσοι φερόμενοι ἐπὶ τὸν κίνδυνον</b> rushing [[in serried ranks]] into danger, Agathocl.4.<br><span class="bld">II</span> later in sg., [[fringed]], π. περίβλημα Poll.7.52. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
αι, α, or οι,
A a, ranged in rows or ranks, of ships on a narrow beach, Il.14.35; πρόκροσσαι ὅρμεον τὸ ἐς πόντον καὶ ἐπὶ ὀκτὼ νέας Hdt.7.188; πέριξ αὐτὸ (sc. τὸ χαλκήϊον) γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοί εἰσι Id.4.152; συνδέσεις οὐ περιφερεῖς, ἀλλὰ πρόκροσσαι not round, but ranged in ranks, Democr. ap. Theophrastus Sens.79, cf. Opp.H. 4.606: metaph., πρόκροσσοι φερόμενοι ἐπὶ τὸν κίνδυνον rushing in serried ranks into danger, Agathocl.4.
II later in sg., fringed, π. περίβλημα Poll.7.52.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκροσσοι: -αι, -α, ἢ οι, α, τεταγμένοι κατὰ κανονικὰ διαστήματα ὡς βαθμίδες ἢ αἱ ἐπάλξεις τῶν τειχῶν (ἴδε κρόσσαι, κροσσοί)· ― οὕτως ἐν Ἰλ. Ξ. 35 ἐπὶ νεῶν, τῷ ῥα προκρόσσας ἔρυσαν, καὶ πλῆσαν ἁπάσης ἠϊόνος στόμα μακρόν, «προκρόσσας δὲ Ὅμηρος λέγει τὰς οὕτως ὡρμισμένας νῆας, ὡς κλιμακηδὸν οἷον ἱσταμένας διὰ τὸ ὑψηλὸν τοῦ τόπου· κρόσσαι γὰρ τειχομάχοι κλίμακες. οἱ δὲ παλαιοὶ καὶ οὕτω φασίν· προκρόσσας τὰς ἑτέρας πρὸ ἑτέρων, ὥστε θεατροειδὲς φαίνεσθαι τὸ νεώλκιον» Εὐστάθ. 965, 37, καὶ ἐν Ἡροδ. 7. 188, ἀριθμὸς νεῶν λέγεται ὅτι εἶναι πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπὶ ὀκτώ, δηλ. παρατεταγμέναι μὲ τὰς πρῴρας πρὸς τὸ πέλαγος εἰς βάθος ὀκτὼ νεῶν· ― οὕτως ἐπὶ πλουσίως γεγλυμμένου ποτηρίου, πέριξ αὐτῶν γρυπῶν κεφαλαὶ πρόκροσσοι ἦσαν, κεφαλαὶ γρυπῶν ἦσαν κατεσκευασμέναι, κατὰ διαστήματα ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 152· οὕτω, συνδέσεις οὐ περιφερεῖς, ἀλλὰ πρόκροσσαι, οὐχὶ ὁλόγυρα ὑπάρχουσαι, ἀλλὰ κατὰ κανονικὰ διαστήματα, Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 79, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 606· ― μεταφορ., πρόκροσσοι φερόμενοι ἐπὶ τὸν κίνδυνον, ὁρμῶντες ἀλλεπάλληλοι ἐπὶ τὸν κίνδυνον, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 30Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκροσσαι· ἐπάλληλοι, ἄλλαι ἐπ’ ἄλλας. καὶ ναῦς αἱ κατ’ ἀλλήλων νενεωλκημέναι. ὅτι οἱ κροσσοὶ τὰ ἄκρα· ἢ ἀντικέφαλοι», καὶ «προκρόσσας· ἄλλας ἐπ’ ἄλλαις, κλιμακηδόν».
Greek Monotonic
πρόκροσσοι: -αι ή -οι, -α, ανά τακτά διαστήματα, αυτοί που είναι παρατεταγμένοι σε επάλληλες σειρές, όπως οι βαθμίδες ή οι επάλξεις (βλ. κρόσσαι)· λέγεται για πλοία, παρατεταγμένα στην ακτή, παρατεταγμένα σε σειρά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόκροσσαι ἐςπόντον ἐπὶ ὀκτώ, παρατεταγμένα σε σειρές προς τα εμπρός σε βάθος οκτώ πλοίων, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποτήρι, πέριξ αὐτοῦ γρυπῶν κεφαλαὶ οἱ πρόκροσσοι ἦσαν, τα κεφάλια γρυπαετών ήταν κατασκευασμένα ανά διαστήματα γύρω από αυτό, στον ίδ.
Middle Liddell
ranged at regular intervals, like steps or battlements (v. κρόσσαἰ; of ships drawn up on the beach, ranged in a row, Il.; πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπὶ ὀκτώ ranged in rows turned seawards eight deep, Hdt.; of a cup, πέριξ αὐτοῦ γρυπῶν κεφαλαὶ οἱ πρόκροσσοι ἦσαν the heads of griffins were set at intervals round it, Hdt.