ἐπιμήκης: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimikis | |Transliteration C=epimikis | ||
|Beta Code=e)pimh/khs | |Beta Code=e)pimh/khs | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιμήκες,<br><span class="bld">A</span> [[longish]], [[oblong]], Democr.164, Plb.1.22.6, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.19.3.<br><span class="bld">2</span>. [[long]], [[μάχαιραι]], [[ταινία]], App.''Syr.''32, ''Pun.''95, cf. Arist.''Mu.'' 393b5, Bito 52.3, [[varia lectio|v.l.]] in Hdt.7.36: Comp. ἐπιμηκέστερος Dsc.1.7, Luc. ''DDeor.''10.1; [[far-stretching]], [[extensive]], τόπος [[LXX]] ''Ba.''3.24; <b class="b3">ἐ. ἐξ.. ἐπὶ</b>.. [[extending]] from.. to... App.''Ill.''22; also of [[time]], Vett.Val.344.5: Sup. ἐπιμηκέστατος Hdn.8.1.5; irreg. [[ἐπιμήκιστος]] dub. in Ph.1.291. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιμήκες,
A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3.
2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. ἐπιμηκέστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXX Ba.3.24; ἐ. ἐξ.. ἐπὶ.. extending from.. to... App.Ill.22; also of time, Vett.Val.344.5: Sup. ἐπιμηκέστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.
German (Pape)
[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμήκης:
1 удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);
2 долгий, продолжительный (νύξ Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.
Greek Monolingual
-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.
Greek Monotonic
ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.