παραφυλακή: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parafylaki | |Transliteration C=parafylaki | ||
|Beta Code=parafulakh/ | |Beta Code=parafulakh/ | ||
|Definition=ἡ | |Definition=ἡ, [[guard]], [[garrison]], Plb.2.58.1,4.17.9; [[πόλεως]], etc., ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1033.7 (iv A.D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[keeping securely]], [[safeguarding]], <b class="b3">ἡ τῶν χρημάτων π.</b> D.S.17.71, cf. ''Peripl.M.Rubr.''19, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2121.75 (iii A.D.); [[watchfulness]], ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl.''in CA''10p.436M.<br><span class="bld">b</span> [[police-duty]] or [[garrison-duty]], [[Not.Arch]].4.20 (Cyrene, Aug.).<br><span class="bld">2</span> [[observation]], καιρῶν Hp.''Ep.''16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.
II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.); watchfulness, ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl.in CA10p.436M.
b police-duty or garrison-duty, Not.Arch.4.20 (Cyrene, Aug.).
2 observation, καιρῶν Hp.Ep.16.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, Wache dabei, D. Sic. 17, 71; Besatzung, Pol. 2, 58, 1; – Beobachtung dabei, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de veiller auprès ou sur ; garde, troupe de garde;
2 action d'observer.
Étymologie: παραφυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραφῠλᾰκή: ἡ
1 несение охраны, охрана (τῶν χρημάτων Diod.);
2 стража, гарнизон Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῠλᾰκή: ἡ, φυλακή, φρουρά, Πολύβ. 2. 58, 1., 4. 17, 9. ΙΙ. τὸ φυλάττειν ἀσφαλῶς, φρούρησις, ἡ τῶν χρημάτων π. Διόδ. 17. 71, κτλ. 2) παρατήρησις, καιρῶν Ἱππ. 1278. 54.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη
2. η άγρυπνη προσοχή
3. φρουρά, φύλακες
4. το έργο και η υπηρεσία της αστυνομίας ή της φρουράς
5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση
6. παρατήρηση.
Greek Monotonic
παραφῠλᾰκή: ἡ, φρουρά, φύλαξη, φυλακή, σε Πολύβ.
Middle Liddell
παραφῠλᾰκή, ἡ,
a guard, watch, garrison, Polyb. [from παραφῠλάσσω]