τρύγη: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygi | |Transliteration C=trygi | ||
|Beta Code=tru/gh | |Beta Code=tru/gh | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, < | |Definition=[ῠ], ἡ,<br><span class="bld">I</span> [[grain-crop]], [[corn]], οὐδὲ τρύγην οἴσεις ''h.Ap.''55, cf. Theognost.''Can.''24, ''EM''167.24, al., Eust.1003.59.<br><span class="bld">2</span> [[vintage]], AP 11.203, Ath.2.40b, ''PRyl.''157.18 (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63 A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ [[grape-gatherers]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σταφυλοδρόμοι]]; cf. [[τρυγητήρ]].<br><span class="bld">II</span> [[dryness]], Nic.''Th.''368. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
I grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις h.Ap.55, cf. Theognost.Can.24, EM167.24, al., Eust.1003.59.
2 vintage, AP 11.203, Ath.2.40b, PRyl.157.18 (ii A. D.), etc.; τ. ἀμπέλων Hierocl. p.63 A.; οἱ ἐπὶ τρύγῃ grape-gatherers, Hsch. s.v. σταφυλοδρόμοι; cf. τρυγητήρ.
II dryness, Nic.Th.368.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, 1) alle Früchte, die im Herbste reif gelesen, eingeerntet werden, Feld- u. Baumfrüchte, Getreide, Obst, Wein u. dgl., H. h. Apoll. 35; Ernte, Weinlese, τρύγας πάσας ἐξεφόρησε, vom Wein, Gaetul. 8 (XI, 409), u. a. Sp. – 2) Trockenheit, Dürre, Nic. Th. 367.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
récolte.
Étymologie: DELG τρυγάω.
Russian (Dvoretsky)
τρύγη: (ῠ) ἡ
1 поспевшие плоды, урожай HH;
2 сбор винограда Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγη: [ῠ], ἡ, ὥριμος καρπός, δηλ. 1) γεννημάτων εἰσοδεία, σῖτος, κλπ., οὐδὲ τρύγην οἴσεις Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 55, πρβλ. Θεογνώστου Κανόν. σ. 24, Εὐστ. 1003. 59· «τρύγη· ὁ πυρός, καὶ ἡ κριθή, καὶ πᾶς ἄλλος καρπός, καὶ ποιὰ βοτάνη» Ἡσύχ. 2) τρυγητός, συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν, Ἀνθ. Π. 11. 203, Ἀθήν. 40Β, κλπ.· τρ. ἀμπέλων Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 31· οἱ ἐπὶ τρύγῃ, οἱ τρυγῶντες, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σταφυλοδρόμοι, πρβλ. τρυγητήρ. ΙΙ. ξηρασία, Νικ. Θηρ. 368. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. τρύγω, ἐπειδὴ ἡ ἔννοια τοῦ ὡρίμου περιέχει τὴν τῆς ξηρότητος· πρβλ. τρύγω).
Greek Monolingual
η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α
(ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός
αρχ.
1. η συγκομιδή καρπών
2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος
2. έλλειψη νερού, ξηρασία
3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη»
4. φρ. «οἱ ἐπὶ τρύγῃ» — αυτοί που κάνουν τη συγκομιδή τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την πιθανότερη άποψη, για υποχωρητ. παρ. του ρ. τρυγῶ. Ο τ. ὀτρύγη που παραδίδει ο Ησύχ. είναι δυσερμήνευτος και πιθ. εσφ. (για τη σημ. βλ. και λ. τρυγώ)].
Greek Monotonic
τρύγη: [ῠ], ἡ,
1. ώριμος καρπός, συγκομιδή δημητριακών, σιτάρι, οὐδὲ τρύγην οἴσεις, σε Ομηρ. Ύμν.
2. συγκομιδή σταφυλιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρῠ́γη, ἡ,
1. ripe fruit, a grain-crop, corn, οὐδὲ τρύγην οἴσεις Hhymn.
2. the vintage, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ὥριμος καρπός, μάζεμα σταφυλιῶν). Εἶναι σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα τρυγάω.