ἀποδέκτης: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodektis | |Transliteration C=apodektis | ||
|Beta Code=a)pode/kths | |Beta Code=a)pode/kths | ||
|Definition= | |Definition=ἀποδέκτου, ὁ, [[receiver]]: in plural, [[financial officials]], established by [[Cleisthenes]], ''IG''2.38, D.24.162, Arist.''Ath.''48, ''Pol.''1321b33, Harp.: also at Thasos, ''IG''12(8).608; in Egypt, σίτου ''Ostr.''1217; ἀχύρου ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''43riii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114; ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων ''Jahresh.''21/2 ''Beibl.''255 (ii A. D.):—hence [[ἀποδεκτεύω]], hold office of [[ἀποδέκτης]], ''IG''12(8).391,610 (Thasos). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀποδέκτου, ὁ, receiver: in plural, financial officials, established by Cleisthenes, IG2.38, D.24.162, Arist.Ath.48, Pol.1321b33, Harp.: also at Thasos, IG12(8).608; in Egypt, σίτου Ostr.1217; ἀχύρου POxy.43riii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114; ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων Jahresh.21/2 Beibl.255 (ii A. D.):—hence ἀποδεκτεύω, hold office of ἀποδέκτης, IG12(8).391,610 (Thasos).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ recaudador D.24.162, Arist.Ath.48.1, Pol.1321b33, IG 22.29.19 (IV a.C.), IG 12(8).608
•en Egipto σίτου Ostr.1217, ἀχύρου POxy.43re.3.8 (III d.C.), χρυσοῦ SB 11885.1 (IV d.C.), cf. Poll.8.114, λίνου τοῦ ἱεροῦ ἀναβολικοῦ PThead.34.25 (IV d.C.), κριθῆς ἐπὶ πόλεως PThead.31.1.1 (IV d.C.), cf. 32.13 (IV d.C.), τῶν πολειτικῶν χρημάτων Jahresh. 21-22, Beibl.255 (II d.C.), cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἀποδεκτήρ.
Étymologie: ἀποδέχομαι.
German (Pape)
ὁ, Abnehmer, Einnehmer, nach Poll. 8.97, 114 δέκα, οἳ τούς τε φόρους καὶ τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰ τέλη ὑπεδέχοντο καὶ τὰ περὶ τούτων ἀμφισβητήσιμα ἐδίκαζον; Dem. 24.162 Aesch. 3.25 Arist. Pol. 6.8; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 171f.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδέκτης: ου ὁ Dem., Aeschin., Arst. = ἀποδεκτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος, ὁ λαμβάνων: ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλεισθένους ἀποδέκται ἐλέγοντο ἄρχοντες ἐν Ἀθήναις, οἵτινες διεδέχθησαν τοὺς κωλακρέτας καὶ ἐπλήρωνον τοὺς δικαστάς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 84. 19, Δημ. 750. 24, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 1· ἴδε Ἁρπ. ἐν λ., Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 214: - ὡσαύτως ἐν Θάσῳ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2. 163β.
Greek Monolingual
ο (AM ἀποδέκτης) αποδέχομαι
αυτός που αποδέχεται κάτι, ο παραλήπτης
νεοελλ.
υπόγειος χώρος, υπόνομος όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα
αρχ.
αποδέκτης και διαχωριστής προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν επίσης με φορολογικές αμφισβητήσεις.
Greek Monotonic
ἀποδέκτης: -ου, ὁ, Παραλήπτης, ένα από τους άρχοντες στην Αθήνα, που πλήρωνε τους δικαστές, σε Δημ.
Middle Liddell
a receiver, name of a magistrate at Athens who paid the dicasts, Dem.