σκευασία: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skevasia | |Transliteration C=skevasia | ||
|Beta Code=skeuasi/a | |Beta Code=skeuasi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preparing]], [[dressing]], especially of food, ὄψου Id.''Ly.''209e, ''Alc.''1.117c, ''Min.''316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.''Phasm.Fr.''2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., [[modes of dressing]], [[recipes]], Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = ''Com.Adesp.''1330.<br><span class="bld">II</span> [[furniture]], ὄνων Callix.2; [[furnishing]], Stoic.1.68. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A preparing, dressing, especially of food, ὄψου Id.Ly.209e, Alc.1.117c, Min.316e; abs., ἐὰν ἡ σ. καθάρειος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; φαρμάκων D.S.5.74; πυρός Aen.Tact.33.2, 34.1: pl., modes of dressing, recipes, Alex.110.24: metaph., σ. τῆς μουσικῆς Astyd.4 = Com.Adesp.1330.
II furniture, ὄνων Callix.2; furnishing, Stoic.1.68.
German (Pape)
[Seite 893] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = σύνθεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparation, apprêt.
Étymologie: σκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευᾰσία -ας, ἡ [σκευάζω] toebereiding (van voedsel).
Russian (Dvoretsky)
σκευᾰσία: ἡ
1 приготовление (ὄψου Plat.; φαρμάκων Diod.);
2 грам. сопоставление (τῶν ὑποκειμένων Sext.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ σκευάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία
2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.)
νεοελλ.
συσκευασία
αρχ.
1. παρασκευή φαγητού («ὥσπερ περὶ ὄψου σκευασίας οἶσθα δήπου ὅτι οὐκ οἶσθα;», Πλάτ.)
2. προμήθεια επίπλων, επίπλωση
3. στον πληθ. αἱ σκευασίαι
α) τρόπος παρασκευής ενός φαγητού, συνταγή
β) εξαρτήματα, σκευή («σκευασία ὄνων», Καλλίξ.)
3. μτφ. σύνθεση, δημιουργία («σκευασία τῆς μουσικῆς», Αστυδ.).
Greek Monotonic
σκευᾰσία: ἡ (σκευάζω), ετοιμασία, παρασκευή, μαγείρεμα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκευᾰσία: ἡ, (σκευάζω) τὸ παρασκευάζειν, ἑτοιμασία, μάλιστα φαγητοῦ, ὄψου Πλάτ. Λῦσ. 209Ε, Ἀλκ. 1. 117C, Μίν. 316Ε· καὶ ἀπολ., ἐὰν ἡ σκ. καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· σκ. φαρμάκων Διόδ. 5. 74· ἐν τῷ πληθ., τρόπος παρασκευῆς φαγητῶν, συνταγαί, Ἄλεξ. ἐν «Κρατείᾳ» 1. 24· μεταφορ., σκ. τῆς μουσικῆς Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 411Α. ΙΙ. ἔπιπλα, ὄνων Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε.