ἐπιθέω: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitheo | |Transliteration C=epitheo | ||
|Beta Code=e)piqe/w | |Beta Code=e)piqe/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[run upon]], [[at]] or [[after]], Hdt.9.107, X.''Cyn.''6.10: abs., App. ''Hisp.''90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8.<br><span class="bld">2</span>. metaph., <b class="b3">ἡ ἐπιθέουσα</b> εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to [[be diffused over]], πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al.<br><span class="bld">II</span>. [[run upon the surface]] of water, Arist.''HA''551b22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
A run upon, at or after, Hdt.9.107, X.Cyn.6.10: abs., App. Hisp.90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8.
2. metaph., ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to be diffused over, πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al.
II. run upon the surface of water, Arist.HA551b22.
German (Pape)
[Seite 943] (s. θέω), herbei-, herzulaufen, ὁλκάς Plut. Marc. 14; bes. feindlich, Her. 9, 107; πρὸς τὴν συσταδὸν μάχην Hdn. 6, 7, 19; verfolgen, vom Jäger, Xen. Cyn. 8, 10; Folgde; τινά, App. Hisp. 27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπέθεον;
courir vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.
Greek Monolingual
ἐπιθέω (Α)
1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.)
2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.)
3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ἐπιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέω:
1 (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);
2 совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;
3 бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ κυνηγέτης Xen.).