ὀχετηγός: Difference between revisions
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochetigos | |Transliteration C=ochetigos | ||
|Beta Code=o)xethgo/s | |Beta Code=o)xethgo/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀχετηγόν, ([[ἄγω]]) [[conducting]] or [[drawing off water by a ditch]] or [[conduit]], ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., <b class="b3">πνεῦμα ὀ.</b>, of the flute, ''AP''9.505.6; <b class="b3">ἑῶν ὀ. ἐρώτων</b>, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); <b class="b3">ἔρως ὀ. ἀνίης</b> ib.228 (Maced.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀχετηγόν, (ἄγω) conducting or drawing off water by a ditch or conduit, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., πνεῦμα ὀ., of the flute, AP9.505.6; ἑῶν ὀ. ἐρώτων, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); ἔρως ὀ. ἀνίης ib.228 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 429] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, ἀνήρ, Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.
Étymologie: ὀχετός, ἄγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀχετηγός:
1 проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);
2 перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχετηγός: -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων ὕδωρ δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., πνεῦμα ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· οὕτως ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων αὐτόθι 362, 5, πρβλ. 5. 285· ἔρως ὀχ. ἀνίης αὐτόθι 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
Greek Monolingual
ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀχετηγός
κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + -ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. ὀχεταγωγός < ὀχετός + ἀγωγός.
Greek Monotonic
ὀχετηγός: -όν (ὀχετός, ἄγω), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το νερό μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πνεῦμα ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀχετ-ηγός, όν ὀχετός, ἄγω]
conducting or drawing off water by a ditch or conduit, Il.: metaph., πνεῦμα ὀχ., of the flute, Anth.