παράφραγμα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parafragma
|Transliteration C=parafragma
|Beta Code=para/fragma
|Beta Code=para/fragma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breastwork on the top of a wall]] or [[mound]], mostly in plural, <span class="bibl">Th.4.115</span>; of a ship, [[bulwarks]], <span class="bibl">Id.7.25</span>; [[screen]] or [[curtain]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>514b</span>; <b class="b3">τὰ τοῦ βουλευτηρίου π</b>. <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.118</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph. in sg., [[barrior]], π. καὶ ἐμπόδιον <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>400</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[breastwork on the top of a wall]] or [[mound]], mostly in plural, Th.4.115; of a ship, [[bulwarks]], Id.7.25; [[screen]] or [[curtain]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 514b; <b class="b3">τὰ τοῦ βουλευτηρίου π.</b> App.''BC''2.118.<br><span class="bld">2</span> metaph. in sg., [[barrior]], π. καὶ ἐμπόδιον Dam.''Pr.''400.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παράφραγμα -ατος, τό &#91;[[παρά]], [[φράττω]]] [[palissade]], [[omheining]].
|elnltext=παράφραγμα -ατος, τό &#91;[[παρά]], [[φράττω]]] [[palissade]], [[omheining]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφραγμα Medium diacritics: παράφραγμα Low diacritics: παράφραγμα Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: paráphragma Transliteration B: paraphragma Transliteration C: parafragma Beta Code: para/fragma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in plural, Th.4.115; of a ship, bulwarks, Id.7.25; screen or curtain, Pl.R. 514b; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118.
2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.

German (Pape)

[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.

Russian (Dvoretsky)

παράφραγμα: ατος τό
1 ограждение, заграждение, бруствер, Thuc.;
2 перегородка Plat.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.

Greek Monotonic

παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμαπαραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.

Middle Liddell

παράφραγμα, ατος, τό,
a breastwork on the top of a mound, only in plural, Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat. [from παραφράσσω