πολύτρητος: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polytritos | |Transliteration C=polytritos | ||
|Beta Code=polu/trhtos | |Beta Code=polu/trhtos | ||
|Definition=poet. [[πουλύτρητος]], ον, [[much-pierced]], [[full of holes]], [[porous]], σπόγγοι | |Definition=poet. [[πουλύτρητος]], ον, [[much-pierced]], [[full of holes]], [[porous]], σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, [[λωτοί]], [[δόνακες]], ''AP''9.266 (Antip.), 505.5; [[ἠθμός]] ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.''Epigr.''12; of the lungs, Aret.''SD''1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
poet. πουλύτρητος, ον, much-pierced, full of holes, porous, σπόγγοι Od.1.111, 22.439; φῷδες Cratin.213; φύλλα Dsc.2.182; of the flute, λωτοί, δόνακες, AP9.266 (Antip.), 505.5; ἠθμός ib.6.101 (Phil.); of honeycombs, ib.9.363.15 (Mel.); σίμβλοι Luc.Epigr.12; of the lungs, Aret.SD1.10; τὸ π. τῆς χώρας Str. 12.8.16.
German (Pape)
[Seite 675] viel durchbohrt, durchlöchert; σπόγγοι, mit vielen Löchern, Od. 1, 111. 22, 439. 453; λωτοί, Antp. Th. 29 (IX, 266), wie αὐλοί Maneth. 2, 334; δόνακες, Ep. (IX, 505).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreux trous.
Étymologie: πολύς, τιτραίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύτρητος -ον [πολύς, τιτραίνω] met veel gaten.
Russian (Dvoretsky)
πολύτρητος:
1 губчатый, ноздреватый, скважистый (σπόγγοι Hom.);
2 просверленный во многих местах, со многими отверстиями (δόνακες, αὐλοί Anth.).
English (Autenrieth)
pierced with many holes, porous. (Od.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτρητος, -ον, ΝΑ, ποιητ. τ. πουλύτρητος, -ον, Α
(για αυλό, στραγγιστήρι, κηρήθρα ή και για τους πνεύμονες) αυτός που φέρει πολλές οπές, ο διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρητός (< τετραίνω «τρυπώ»)].
Greek Monotonic
πολύτρητος: -ον, αυτός που είναι διάτρητος, γεμάτος με τρύπες, τρυπητός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για αυλό, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ὀπάς, διάτρητος, σπόγγοι Ὀδ. Α. 111, Χ. 439· ἐπὶ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 266., 505, 5· ἐπὶ ἠθμοῦ, στραγγιστηρίου, τρυπητοῦ, αὐτόθι 6. 101· ἐπὶ κηρήθρας αὐτόθι 9. 363, 15, 10. 41· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· τὸ π. χώρας Στράβ. 578.
Middle Liddell
πολύ-τρητος, ον,
much-pierced, full of holes, porous, Od.; of a flute, Anth.