φιλέταιρος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filetairos
|Transliteration C=filetairos
|Beta Code=file/tairos
|Beta Code=file/tairos
|Definition=ον, [[fond of one's comrades]] or [[partisans]], [[true to them]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>211e</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span>1389a37</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>29.4</span>; [[ἀνδρεία]], [[τρόπος]], [[ἦθος]], <span class="bibl">Th.3.82</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>8.3.49</span>, <span class="bibl">Cratin.Jun.12</span>; <b class="b3">τὸ φ</b>., = [[φιλεταιρία]], <span class="bibl">Timocl.8.4</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span> 5</span>. Adv. <b class="b3">-ρως</b>, in bad sense, <span class="bibl">Aeschin.1.110</span>.
|Definition=φιλέταιρον, [[fond of one's comrades]] or [[partisans]], [[true to them]], Pl.''Ly.''211e, Arist. ''Rh.''1389a37, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''29.4; [[ἀνδρεία]], [[τρόπος]], [[ἦθος]], Th.3.82, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.3.49, Cratin.Jun.12; <b class="b3">τὸ φ.</b>, = [[φιλεταιρία]], Timocl.8.4, Plu.''Lys.'' 5. Adv. [[φιλεταίρως]], in bad sense, Aeschin.1.110.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέταιρος Medium diacritics: φιλέταιρος Low diacritics: φιλέταιρος Capitals: ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: philétairos Transliteration B: philetairos Transliteration C: filetairos Beta Code: file/tairos

English (LSJ)

φιλέταιρον, fond of one's comrades or partisans, true to them, Pl.Ly.211e, Arist. Rh.1389a37, Thphr. Char.29.4; ἀνδρεία, τρόπος, ἦθος, Th.3.82, X.Cyr.8.3.49, Cratin.Jun.12; τὸ φ., = φιλεταιρία, Timocl.8.4, Plu.Lys. 5. Adv. φιλεταίρως, in bad sense, Aeschin.1.110.

German (Pape)

[Seite 1276] seine Gefährten, Kameraden, Freunde liebend; Thuc. 3, 82; Plat. Lys. 211 e; τρόπος Xen. Cyr. 8, 3,49; Folgde; Luc. Macrob. 12. – Adv., φιλεταίρως κλέπτειν Aesch. 1, 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime ses camarades ou ses amis ; τὸ φιλέταιρον c. φιλεταιρία.
Étymologie: φίλος, ἑταῖρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλέταιρος: любящий друзей, привязанный к товарищам Thuc., Plat., Arst., Luc.: ὁ τρόπος φ. Xen. любовь к товарищам.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέταιρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ ἑταίρους, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτούς, πιστός, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Λῦσ. 211Ε, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 49, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13· ― τὸ φιλέταιρον, = φιλεταιρία, Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 4, Πλούτ.· οὕτω, φ. ἦθος Κρατῖνος Νεώτ. ἐν Ἀδήλ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρως, Αἰσχίν. 15. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλέταιρος, -ον, ΝΑ, και φιλοέταιρος Α
αυτός που αγαπά τους συντρόφους, που είναι πιστός και αφοσιωμένος σε αυτούς
νεοελλ.
ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλέταφος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλέταιρον
η φιλεταιρ(ε)ία.
επίρρ...
φιλεταίρως Α
με φιλεταιρ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἑταῖρος «σύντροφος»].

Greek Monotonic

φῐλέταιρος: αυτός που αγαπά τη συντροφιά κάποιου ή είναι θιασώτης του, πιστός, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.

Middle Liddell

φῐλ-έταιρος, ον,
fond of one's comrades or partisans, true to them, Thuc., Xen., etc.:—adv. -ρως, Aeschin.