καταπλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplastos
|Transliteration C=kataplastos
|Beta Code=kataplasto/s
|Beta Code=kataplasto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[plastered over]], [[φάρμακον καταπλαστόν]] = [[κατάπλασμα]], [[plaster]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>717</span>; opp. [[Χριστά]] and [[ποτά]], v. Sch.ad loc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[affect]]ed, <b class="b3">ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη</b> your [[false]] [[assumption]]s, <span class="bibl">Men.339</span>; κ. [[βαρύτης]] Plu.2.44a.</span>
|Definition=καταπλαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[plastered over]], [[φάρμακον καταπλαστόν]] = [[κατάπλασμα]], [[plaster]], Ar.''Pl.''717; opp. [[Χριστά]] and [[ποτά]], v. Sch.ad loc.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[affect]]ed, <b class="b3">ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη</b> your [[false]] [[assumption]]s, Men.339; κ. [[βαρύτης]] Plu.2.44a.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστός Medium diacritics: καταπλαστός Low diacritics: καταπλαστός Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataplastós Transliteration B: kataplastos Transliteration C: kataplastos Beta Code: kataplasto/s

English (LSJ)

καταπλαστόν,
A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl.717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc.
II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339; κ. βαρύτης Plu.2.44a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sert à enduire, particul. qu'on applique comme un emplâtre;
2 fardé ; fig. feint, peu naturel.
Étymologie: adj. verb. de καταπλάσσω.

German (Pape)

(καταπλάσσω), mit Salben, Pflastern gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertragen, geschminkt, affektiert, Plut. de audit. 8 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

καταπλαστός:
1 намазанный или служащий для намазывания (φάρμακον Arph.);
2 деланный, искусственный, неестественный (βαρύτης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστός: -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον= κατάπλασμα, φάρμακον κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, τρεῖς κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· ὅπου ὁ Σχολ. σημειοῖ τρία εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., προσποιητός, πλαστός, ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. βαρύτης Πλούτ. 3, 44Α.

Greek Monolingual

καταπλαστός, -όν (Α) καταπλάσσω
1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμαφάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.)
2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος.

Greek Monotonic

καταπλαστός: -όν, αυτός που έχει τεθεί ως κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον, κατάπλασμα, έμπλαστρο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

καταπλαστός, όν [from καταπλάσσω
plastered over, καταπλαστὸν φάρμακον a plaster, Ar.