παρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=partheneyo
|Transliteration C=partheneyo
|Beta Code=parqeneu/w
|Beta Code=parqeneu/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bring up as a maid]], π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>452</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>12.1</span>, etc.:—Pass., [[lead a maiden life]], <span class="bibl">Hdt.3.124</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>648</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1637</span>; [[πολιὰ]] (neut. pl.) [[παρθενεύεται]] [[grows grey in maidenhood]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>283</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., <span class="bibl">Hld.7.8</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bring up as a maid]], π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.''Supp.''452, cf. Luc.''DMar.''12.1, etc.:—Pass., [[lead a maiden life]], Hdt.3.124, A.''Pr.''648, E.''Ph.''1637; [[πολιὰ]] (neut. pl.) [[παρθενεύεται]] [[grows grey in maidenhood]], Id.''Hel.''283.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.
|elnltext=παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενεύω Medium diacritics: παρθενεύω Low diacritics: παρθενεύω Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: partheneúō Transliteration B: partheneuō Transliteration C: partheneyo Beta Code: parqeneu/w

English (LSJ)

A bring up as a maid, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows grey in maidenhood, Id.Hel.283.
2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενεύω [παρθένος] act. (meisjes) grootbrengen:. παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς de meisjes in huis op goede wijze grootbrengen Eur. Suppl. 452. med.-pass. ongehuwd zijn:. τί παρθενεύῃ δαρόν; waarom blijf je zo lang ongehuwd? Aeschl. PV 648.

Russian (Dvoretsky)

παρθενεύω:
1 воспитывать в девственной чистоте (παῖδας Eur.);
2 med. сохранять девственную чистоту Her., Aesch., Eur.

Greek Monolingual

ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.

Greek Monotonic

παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.

Middle Liddell

fut. σω παρθένος
to bring up as a maid, Eur.:—Pass. to lead a maiden life, remain a maid, Hdt., Aesch.; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows gray in maidenhood, Eur.