πολυχανδής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychandis
|Transliteration C=polychandis
|Beta Code=poluxandh/s
|Beta Code=poluxandh/s
|Definition=ές, [[wide-yawning]], [[capacious]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>56</span>; <b class="b3">ψυχῆς π. κόλπον</b> <span class="title">Stud.Ital.</span> (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός <span class="bibl">Theoc.13.46</span>; ὅλμος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>951</span>; λαιμός <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>11.162</span>; νηδύς <span class="bibl">Q.S.1.527</span>; σίμβλος <span class="bibl">Tryph.535</span>: in late Prose, κοτύλη -εστέρα <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span>23.299c</span>.
|Definition=πολυχανδές, [[wide-yawning]], [[capacious]], Orph.''Fr.''56; <b class="b3">ψυχῆς π. κόλπον</b> ''Stud.Ital.'' (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.''Th.''951; λαιμός [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. ''Or.''23.299c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυχανδής -ές &#91;[[πολύς]], [[χανδάνω]]] [[met grote inhoud]], [[ruim]].
|elnltext=πολυχανδής -ές &#91;[[πολύς]], [[χανδάνω]]] [[met grote inhoud]], [[ruim]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχανδής Medium diacritics: πολυχανδής Low diacritics: πολυχανδής Capitals: ΠΟΛΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: polychandḗs Transliteration B: polychandēs Transliteration C: polychandis Beta Code: poluxandh/s

English (LSJ)

πολυχανδές, wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn. D. 11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.

German (Pape)

[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύςλαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυχανδής].

Greek Monotonic

πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πολῠ-χανδής, ές χανδάνω
wide-yawning, Theocr.