ἰθαρός: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=itharos
|Transliteration C=itharos
|Beta Code=i)qaro/s
|Beta Code=i)qaro/s
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ά, όν</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cheerful]], [[glad]], in Comp. -ώτερος Alc.<span class="title">Supp.</span>4.18. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pure]], κρᾶναι Simm.25.6; cf. <b class="b3">ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς</b>, Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[cheerful]], [[glad]], in Comp. ἰθαρώτερος Alc.''Supp.''4.18.<br><span class="bld">II</span> [[pure]], κρᾶναι Simm.25.6; cf. <b class="b3">ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾰρός Medium diacritics: ἰθαρός Low diacritics: ιθαρός Capitals: ΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: itharós Transliteration B: itharos Transliteration C: itharos Beta Code: i)qaro/s

English (LSJ)

[ῐ], ά, όν,
A cheerful, glad, in Comp. ἰθαρώτερος Alc.Supp.4.18.
II pure, κρᾶναι Simm.25.6; cf. ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1245] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.

Russian (Dvoretsky)

ἰθᾰρός: (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθαρός: ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία σημασία ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν νᾶμα· - ἶθαρ, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐθέως, ταχέως», εἶναι ἁπλῶς τό Ὁμηρικὸν εἶθαρ.

Greek Monolingual

ἰθαρός, -ά, -όν (Α)
1. εύθυμος, χαρωπός
2. καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ- του ρ. ἰθ-αίνω + κατάλ. -αρός (πρβλ. μιαρός)
συνδέεται με το ινδοϊρανικό idhra- «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα του Ησύχ. και μαρτυρείται ως κύριο όν. κυρίως στη Μικρά Ασία αλλά και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη μορφή Itarajo].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: cheerful, clear
See also: s. αἰθήρ, αἴθω.

Frisk Etymology German

ἰθαρός: {itharós}
Meaning: heiter, klar, rein (Alk., Simm., AP)
See also: s. αἰθήρ und αἴθω.
Page 1,715