συναυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synavlizomai
|Transliteration C=synavlizomai
|Beta Code=sunauli/zomai
|Beta Code=sunauli/zomai
|Definition=(αὐλή) Pass., <b class="b2">have dealings with, Cat.Cod. Astr</b>.<span class="bibl">7.110</span>; [[congregate]], θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη <span class="bibl">Babr.106.6</span>: also aor. Med., μᾶλλον λέουσι συναυλισαίμην ἄν <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>34</span>: freq. [[varia lectio|v.l.]] for [[συναλίζομαι]], as in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>1.4</span>.
|Definition=([[αὐλή]]) Pass., have dealings with, Cat.Cod. Astr.7.110; [[congregate]], θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη Babr.106.6: also aor. Med., μᾶλλον λέουσι συναυλισαίμην ἄν Phalar.''Ep.''34: freq. [[varia lectio|v.l.]] for [[συναλίζομαι]], as in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.15, ''Act.Ap.''1.4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναυλίζομαι Medium diacritics: συναυλίζομαι Low diacritics: συναυλίζομαι Capitals: ΣΥΝΑΥΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synaulízomai Transliteration B: synaulizomai Transliteration C: synavlizomai Beta Code: sunauli/zomai

English (LSJ)

(αὐλή) Pass., have dealings with, Cat.Cod. Astr.7.110; congregate, θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη Babr.106.6: also aor. Med., μᾶλλον λέουσι συναυλισαίμην ἄν Phalar.Ep.34: freq. v.l. for συναλίζομαι, as in X.Cyr.1.2.15, Act.Ap.1.4.

French (Bailly abrégé)

habiter ou vivre avec.
Étymologie: σύν, αὐλίζω.

Russian (Dvoretsky)

συναυλίζομαι: вести совместную жизнь Babr.

Greek (Liddell-Scott)

συναυλίζομαι: Παθ., αὐλίζομαι, κατοικῶ ὁμοῦ, ἔχω σχέσιν μετά τινος, συναναστρέφομαι, τινι Ἐκκλ.· ἀπολ., συνέρχομαι εἰς ταὐτόν, συναθροίζομαι, θηρῶν ὅμιλος συνηυλίσθη Βαβρ. 106. 6· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., Φαλάρ. Ἐπιστ. 34· ― συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ τοῦ συναυλίζομαι, ὡς π. χ. ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 4.

Greek Monolingual

ΜΑ σύναυλος (II)]
έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι
αρχ.
1. συγκατοικώ
2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.)
3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές.

Greek Monotonic

συναυλίζομαι: Παθ., συναθροίζομαι, συναναστρέφομαι, συγκατοικώ, σε Βάβρ.

Middle Liddell

Pass. to congregate, Babr.

Chinese

原文音譯:sunal⋯zw 尋-阿利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-鹽)
字義溯源:和好,聚集,聚集時,同喫,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁλίζω)X*=擠集)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 聚集時(1) 徒1:4