ἀρτίζω: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artizo | |Transliteration C=artizo | ||
|Beta Code=a)rti/zw | |Beta Code=a)rti/zw | ||
|Definition=pf. ἤρτικα | |Definition=pf. ἤρτικα ''PMag.Leid.W.''10.42:—[[get ready]], [[prepare]], AP10.25 (Antip.), ''PMag.''l.c.:—Med., χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.13.43; πρός τι D.S.14.20:—Pass., πρός τι ''CIG''3601.9 (Ilium), S.E.''M.''11.208. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
pf. ἤρτικα PMag.Leid.W.10.42:—get ready, prepare, AP10.25 (Antip.), PMag.l.c.:—Med., χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.13.43; πρός τι D.S.14.20:—Pass., πρός τι CIG3601.9 (Ilium), S.E.M.11.208.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. med. sin aum. ἀρτίζοντο Theoc.13.43]
1 tr. en v. med. y act. disponer Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.l.c.
•τὸν ἐμὸν βασιλῆα ... εὖ δ' ὕμνοις ἄρτισον dispón a mi príncipe favorable a mis himnos, AP 10.25 (Antip.)
•disponer, preparar c. gen. de atracción ἐκ τῶν ξ' ἀνθέων, ὧν ἤρτικες de las seis flores que tienes preparadas, PMag.13.433.
2 intr. en v. med. hacer preparativos, tomar medidas πρὸς τὴν μέλλουσαν πρόσοδον IIl.10.27, 29 (I a.C.), πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον D.S.14.20, cf. S.E.M.11.208
•abs. POxy.1669.4 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 362] fertig machen, bereiten, ὕμνοις Antp. Th. 18 (X, 25); med., Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theocr. 13, 43.
French (Bailly abrégé)
arranger, mettre en état;
Moy. ἀρτίζομαι m. sign.
Étymologie: ἄρτιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίζω: устраивать, подготовлять (πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.): τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. расположить кого-л. в чью-л. пользу.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίζω: μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, παρασκευάζω, Ἀνθ. Π. 10. 25· ὡσαύτως κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., πρός τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.
Greek Monolingual
ἀρτίζω (Α)
παρασκευάζω, ετοιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι, αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του αρτέομαι «ετοιμάζομαι» (πρβλ. κομίζω-κομώ, αιτίζω-αιτώ)].
Greek Monotonic
ἀρτίζω: μέλ. -ίσω (*ἄρω), ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.