περιβάδην: Difference between revisions
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perivadin | |Transliteration C=perivadin | ||
|Beta Code=periba/dhn | |Beta Code=periba/dhn | ||
|Definition=[ᾰ], Adv. < | |Definition=[ᾰ], Adv.<br><span class="bld">A</span> [[astride]], of a rider, Plu.''Art.''14; opp. <b class="b3">κατὰ πλευράν</b>, Ach.Tat.1.1.<br><span class="bld">II</span> [[with crossed legs]], Sch.Poll.3.90. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιβάδην [περιβαίνω] adv., schrijlings. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A astride, of a rider, Plu.Art.14; opp. κατὰ πλευράν, Ach.Tat.1.1.
II with crossed legs, Sch.Poll.3.90.
German (Pape)
[Seite 569] adv., umschreitend, herumgehend, bes. mit auseinander gespreizten Beinen umschließend, wie Männer reiten; dah. von der Europa, die auf dem Stier reitet, Achill. Tat. 1, 1 sagt οὐ περιβάδην, ἀλλὰ κατὰ πλευράν; Plut. Artax. 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
à califourchon.
Étymologie: περιβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιβάδην [περιβαίνω] adv., schrijlings.
Russian (Dvoretsky)
περῐβάδην: (ᾰ) adv. сидя верхом (ἐπί τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιβάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., ὡς ἱππεύουσιν οἱ ἄνδρες, δηλ. «καβαλλικευτά», μὲ τὰ σκέλη ἑκατέρωθεν (οὐχὶ κατὰ πλευρᾶν ὡς ἱππεύουσιν αἱ γυναῖκες), ἐκέλευσε (ὁ Ἀρταξέρξης Ἀρβάκην τινὰ) γυμνὴν ἀναλαβόντα πόρνην περιβάδην ἐπὶ τοῦ τραχήλου δι’ ἡμέρας ὅλης ἐν ἀγορᾷ περιφέρειν Πλουτ. Ἀρτοξ. 14, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1. ΙΙ. «σταυροπόδι» ἢ μὲ τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου, «καὶ περιβάδην ἐστὶ τὸ ἐπαλλάξαι τοὺς πόδας» Πολυδ. Γ΄, 90.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος σε άλογο, ιππαστί, καβάλα
(«οὐ περιβάδην ἀλλὰ κατὰ πλευράν», Αχιλλ. Τάτ.)
αρχ.
με σταυρωμένα τα σκέλη, σταυροπόδι ή με το ένα πόδι πάνω στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. καταβάδην), βλ. και λ. βάδην.