μοιχικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής" to "διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moichikos | |Transliteration C=moichikos | ||
|Beta Code=moixiko/s | |Beta Code=moixiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μοιχική, μοιχικόν, [[adulterous]], λέκτρα Ps.-Phoc.178; ᾠδαί Ath.15.697b; of persons, Plu.2.18e; <b class="b3">μ. διαβολαί</b> accusations [[of adultery]], Luc.''Cal.''14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
μοιχική, μοιχικόν, adulterous, λέκτρα Ps.-Phoc.178; ᾠδαί Ath.15.697b; of persons, Plu.2.18e; μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.Cal.14.
German (Pape)
[Seite 199] ehebrecherisch, λέκτρα, Phocyl. 166, u. öfter bei Plut.; διαβολαί, wegen Ehebruchs, Luc. calumn. 14. – Adv. μοιχικῶς, Schol. Lycophr. 87.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 d'adultère, qui concerne l'adultère;
2 enclin à l'adultère.
Étymologie: μοιχός.
Russian (Dvoretsky)
μοιχικός:
1 распутный, развратный (μ. καὶ ἀκόλαστος Plut.);
2 касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μοιχικός: -ή, -όν, εἰς μοιχείαν ἀνήκων, λέκτρα Ψευδο-Φωκυλ. 166· ᾠδαὶ Ἀθήν. 697Β· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 18F· μ. διαβολαί, κατηγορίαι ἐπὶ μοιχείᾳ, Λουκ. π. Διαβολ. 14. - Ἐπίρρ. μοιχικῶς, Ἀθαν. ΙΙ, 1173Β, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μοιχικός, -ή, -όν) μοιχός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.)
2. επιρρεπής προς τη μοιχεία.
επίρρ...
μοιχικῶς (ΑΜ)
με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.
Greek Monotonic
μοιχικός: -ή, -όν, μοιχικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιχεία, μοιχικαὶ διαβολαί, κατηγορίες για διάπραξη μοιχείας, σε Λουκ.
Middle Liddell
μοιχικός, ή, όν
adulterous, μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot