ποδικός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podikos
|Transliteration C=podikos
|Beta Code=podiko/s
|Beta Code=podiko/s
|Definition=ή, όν, [[of a metrical foot]] or [[feet]], [[γένη]], [[λόγος]], <span class="bibl">Aristid.Quint. 1.15</span>,<span class="bibl">19</span>; <b class="b3">π. χρόνοι</b>, opp. [[ἁπλοῖ]], [[πολλαπλοῖ]], ib.<span class="bibl">14</span>.
|Definition=ποδική, ποδικόν, [[of a metrical foot]] or [[feet]], [[γένη]], [[λόγος]], Aristid.Quint. 1.15,19; <b class="b3">π. χρόνοι</b>, opp. [[ἁπλοῖ]], [[πολλαπλοῖ]], ib.14.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδικός Medium diacritics: ποδικός Low diacritics: ποδικός Capitals: ΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: podikós Transliteration B: podikos Transliteration C: podikos Beta Code: podiko/s

English (LSJ)

ποδική, ποδικόν, of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.

Greek (Liddell-Scott)

ποδικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, χρόνος Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποδικός, -ή, -όν ΝΜΑ πους, ποδός]]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία»)
2. φρ. α) «ποδική καμάρα»
ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση του πέλματος του ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική στατική λειτουργία του
β) «ποδικός μυς»
ανατ. ονομασία δύο μυών του ποδιού από τους οποίους ο ένας εκτείνει τα μικρά δάκτυλα και ο άλλος το μεγάλο δάκτυλο
γ) «ποδική επιφάνεια»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σημείο του χώρου προς όλα τα επίπεδα τα οποία εφάπτονται με την επιφάνεια
δ) ποδική καμπύλη»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος της κορυφής ορθής γωνίας, η μία από τις πλευρές της οποίας διέρχεται από σταθερό σημείο, ενώ η άλλη εφάπτεται με καμπύλη που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το σταθερό σημείο
μσν.-αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε έναν μετρικό πόδα.