νιφετώδης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nifetodis | |Transliteration C=nifetodis | ||
|Beta Code=nifetw/dhs | |Beta Code=nifetw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=νιφετώδες, [[snowy]], [[ἄνεμος]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''364b21; [[ἡμέρα]], [[νύξ]], Plb.3.72.3, Plu.''Crass.''10; ἀέρες Str.4.5.2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
νιφετώδες, snowy, ἄνεμος Arist.Mete.364b21; ἡμέρα, νύξ, Plb.3.72.3, Plu.Crass.10; ἀέρες Str.4.5.2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
neigeux.
Étymologie: νιφετός, -ώδης.
German (Pape)
ες, schneeig; Arist. Meteor. 2.6; ἡμέρα, Pol. 3.72.3; Plut. Crass. 10 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
νῐφετώδης: снежный, со снегом (ἄνεμος Arst.; ἡμέρα Polyb.; νύξ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νῐφετώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς νιφετόν, χιονώδης, «χιονιᾶς», ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 20, πρβλ. Πολύβ. 3. 72, 3, Πλουτ. Κράσσ. 10.
Greek Monolingual
νιφετώδης, -ῶδες (Α) νιφετός
αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο γεμάτος χιόνι, χιονώδης («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις», Στράβ.).
Greek Monotonic
νῐφετώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με χιόνι ή χιονοθύελλα, χιονώδης, σε Πολύβ.