νεοσφαγής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosfagis
|Transliteration C=neosfagis
|Beta Code=neosfagh/s
|Beta Code=neosfagh/s
|Definition=ές, [[fresh-slaughtered]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1130</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aj.</span>898</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>894</span>; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>546</span>.
|Definition=νεοσφαγές, [[fresh-slaughtered]], S.''Tr.''1130, ''Aj.''898, E.''Hec.''894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''546.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσφᾰγής Medium diacritics: νεοσφαγής Low diacritics: νεοσφαγής Capitals: ΝΕΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: neosphagḗs Transliteration B: neosphagēs Transliteration C: neosfagis Beta Code: neosfagh/s

English (LSJ)

νεοσφαγές, fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.

German (Pape)

[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
récemment égorgé.
Étymologie: νέος, σφάζω.

Russian (Dvoretsky)

νεοσφᾰγής:
1 недавно убитый (Πολυξένη Eur.);
2 свежепролитый (φόνος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.

Greek Monolingual

νεοσφαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.)
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σφαγής (< σφάττω), πρβλ. αυτοσφαγής].

Greek Monotonic

νεοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

νεο-σφᾰγής, ές σφάζω
fresh-slain, Soph., Eur.