προτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proteichisma
|Transliteration C=proteichisma
|Beta Code=protei/xisma
|Beta Code=protei/xisma
|Definition=ατος, τό, [[advanced fortification]], [[outwork]], <span class="bibl">Th.4.90</span>, <span class="bibl">6.100</span> (pl.), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ki.</span> 20.15</span>, <span class="bibl">Plb.2.69.6</span>, etc.
|Definition=-ατος, τό, [[advanced fortification]], [[outwork]], Th.4.90, 6.100 (pl.), [[LXX]] ''2 Ki.'' 20.15, Plb.2.69.6, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] [[vooruitgeschoven verdedigingswerk]].
|elnltext=προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] [[vooruitgeschoven verdedigingswerk]].
}}
}}

Revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτείχισμα Medium diacritics: προτείχισμα Low diacritics: προτείχισμα Capitals: ΠΡΟΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: proteíchisma Transliteration B: proteichisma Transliteration C: proteichisma Beta Code: protei/xisma

English (LSJ)

-ατος, τό, advanced fortification, outwork, Th.4.90, 6.100 (pl.), LXX 2 Ki. 20.15, Plb.2.69.6, etc.

German (Pape)

[Seite 791] τό, Vormauer, Befestigung vor der eigentlichen Mauer, Thuc. 6, 100 u. Folgde; χωρίον εὖ κατεσκευασμένον καὶ προτειχίσμασι καὶ τείχει, Pol. 4, 61, 7; auch beim Lager, 2, 69, 6; Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fortification devant un mur, rempart.
Étymologie: πρό, τειχίζω.

Russian (Dvoretsky)

προτείχισμα: ατος τό выдвинутое вперед укрепление, передний вал Thuc., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προτείχισμα: τὸ, ἐξωτερικὸν τείχισμα, ὀχύρωμα, προμαχών, Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προτειχίζω
οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος
νεοελλ.
ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος του φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό της νήσου του εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτείχισμα -ατος, τό [προτειχίζω] vooruitgeschoven verdedigingswerk.