νυμφότιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nymfotimos
|Transliteration C=nymfotimos
|Beta Code=numfo/timos
|Beta Code=numfo/timos
|Definition=ον, [[honouring the bride]]: <b class="b3">μέλος ν</b>. [[bridal]] song, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>705</span> (lyr.).
|Definition=νυμφότιμον, [[honouring the bride]]: <b class="b3">μέλος ν.</b> [[bridal]] song, A.''Ag.''705 (lyr.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφότῑμος Medium diacritics: νυμφότιμος Low diacritics: νυμφότιμος Capitals: ΝΥΜΦΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: nymphótimos Transliteration B: nymphotimos Transliteration C: nymfotimos Beta Code: numfo/timos

English (LSJ)

νυμφότιμον, honouring the bride: μέλος ν. bridal song, A.Ag.705 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait en l'honneur d'une jeune mariée.
Étymologie: νύμφη, τιμή.

German (Pape)

[ῑ], die Braut ehrend, μέλος, Aesch. Ag. 688; Wellauer schreibt νυμφοτῖμος.

Russian (Dvoretsky)

νυμφότῑμος: славящий невесту, раздающийся в честь невесты (μέλος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφότῑμος: -ον, ὁ τὴν νύμφην τιμῶν, μέλος ν., τὸ γαμήλιον ᾆσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705.

Greek Monolingual

νυμφότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τη νύφη ή που γίνεται προς τιμή της νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + -τιμος (< τιμή), πρβλ. θεότιμος].

Greek Monotonic

νυμφότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που αποδίδει τιμές στη νύφη· μέλος νυμφότιμον, γαμήλιο τραγούδι, υμέναιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νυμφό-τῑμος, ον, τιμή
honouring the bride: μέλος ν. the bridal song, Aesch.