μηχανοδίφης: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=michanodifis | |Transliteration C=michanodifis | ||
|Beta Code=mhxanodi/fhs | |Beta Code=mhxanodi/fhs | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (διφάω) [[inventing artifices]] or [[machines]], | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[διφάω]]) [[inventing artifices]] or [[machines]], Ar.''Pax'' 790. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (διφάω) inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui est à la recherche d'expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνοδίφης: ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
Greek Monolingual
μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης].
Greek Monotonic
μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μηχᾰνο-δίφης, ου, ὁ, [δῑφάω]
inventing artifices, Ar.