καταπειθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapeithis | |Transliteration C=katapeithis | ||
|Beta Code=katapeiqh/s | |Beta Code=katapeiqh/s | ||
|Definition= | |Definition=καταπειθές, [[obedient]], τινι Ph.2.118, J.''AJ''2.4.2, al., Plu.2.5c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
καταπειθές, obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.
German (Pape)
[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.
Russian (Dvoretsky)
καταπειθής: послушный, покорный (τινι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.
Greek Monolingual
καταπειθής, -ες (Α)
ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επιπειθής, ευπειθής].