Σαρδώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Sardo
|Transliteration C=Sardo
|Beta Code=*sardw/
|Beta Code=*sardw/
|Definition=ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, [[Sardinia]], Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes [[Σαρδόνος]], -όνι, -όνα (as if from [[Σαρδών]]), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; [[Σαρδῶνος]] is [[falsa lectio|f.l.]] in Str.2.4.3: a nom. [[Σαρδώνη]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]([[si vera lectio|s.v.l.]]).-Hence Adj. [[Σαρδόνιος]], Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. [[σαρδάνιος]] (hence [[Σαρδονία]]<br><span class="bld">A</span> = [[Σαρδώ]], CIG2509.14):—also [[Σαρδονικός]], Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: [[Σαρδώνιος]], Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; [[Σαρδωνικός]], Lyc.796; [[Σαρδῷος]], [[Σαρδῴα]], [[Σαρδῷον]], Plb. 1.42.6, etc.:—[[Σαρδοί]], οἱ, the [[Sardinians]], D.S.21.16; [[Σαρδῷοι]] Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης [[σάρδης]],= Lat. [[Sarda]], a kind of [[fuller]]'s [[earth]] from [[Sardinia]], Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.<br><span class="bld">II</span> a [[precious]] [[stone]], prob. = [[σάρδιον]] or [[σαρδόνυξ]], Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.
|Definition=ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, [[Sardinia]], [[Herodotus|Hdt.]]1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes [[Σαρδόνος]], -όνι, -όνα (as if from [[Σαρδών]]), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; [[Σαρδῶνος]] is [[falsa lectio|f.l.]] in Str.2.4.3: a nom. [[Σαρδώνη]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]([[si vera lectio|s.v.l.]]).-Hence Adj. [[Σαρδόνιος]], [[Herodotus|Hdt.]]1.166, Theoc. 16.86; cf. [[σαρδάνιος]] (hence [[Σαρδονία]]<br><span class="bld">A</span> = [[Σαρδώ]], CIG2509.14):—also [[Σαρδονικός]], [[Herodotus|Hdt.]]2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: [[Σαρδώνιος]], Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; [[Σαρδωνικός]], Lyc.796; [[Σαρδῷος]], [[Σαρδῴα]], [[Σαρδῷον]], Plb. 1.42.6, etc.:—[[Σαρδοί]], οἱ, the [[Sardinians]], D.S.21.16; [[Σαρδῷοι]] Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης [[σάρδης]],= Lat. [[Sarda]], a kind of [[fuller]]'s [[earth]] from [[Sardinia]], Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.<br><span class="bld">II</span> a [[precious]] [[stone]], prob. = [[σάρδιον]] or [[σαρδόνυξ]], Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:59, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδώ Medium diacritics: Σαρδώ Low diacritics: Σαρδώ Capitals: ΣΑΡΔΩ
Transliteration A: Sardṓ Transliteration B: Sardō Transliteration C: Sardo Beta Code: *sardw/

English (LSJ)

ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, Sardinia, Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; Σαρδῶνος is f.l. in Str.2.4.3: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. σαρδάνιος (hence Σαρδονία
A = Σαρδώ, CIG2509.14):—also Σαρδονικός, Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: Σαρδώνιος, Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, Σαρδῴα, Σαρδῷον, Plb. 1.42.6, etc.:—Σαρδοί, οἱ, the Sardinians, D.S.21.16; Σαρδῷοι Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. Sarda, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.
II a precious stone, prob. = σάρδιον or σαρδόνυξ, Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Sardaigne.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδώ: οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

Σαρδώ: ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος εἶναι πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. σαρδάνιος· (ἐντεῦθεν Σαρδονία, = Σαρδώ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -ὡσαύτως Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς εἶναι πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις λίθος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ σάρδιον ἢ ὁ σαρδόνυξ, Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.

Greek Monolingual

-όος και -οῦς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α
η Σαρδηνία.

Greek Monotonic

Σαρδώ: ἡ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, , -ον και Σαρδονικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Sardinia, Hdt., Ar.; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. Σαρδόνιος, η, ον, and Σαρδονικός, ή, όν, Hdt.