τυκίζω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tykizo | |Transliteration C=tykizo | ||
|Beta Code=tuki/zw | |Beta Code=tuki/zw | ||
|Definition=([[τύκος]]) [[work stones]], λίθους Ar.''Av.''1138. | |Definition=([[τύκος]]) [[work stones]], λίθους [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1138. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:10, 21 September 2023
English (LSJ)
(τύκος) work stones, λίθους Ar.Av.1138.
French (Bailly abrégé)
tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.
German (Pape)
Steine behauen, bearbeiten, λίθους, Ar. Av. 1138.
Russian (Dvoretsky)
τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.
Greek Monolingual
ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.
Greek Monotonic
τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.