εὐαπάτητος: Difference between revisions
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=εὐᾰπᾰ́τητος | ||
|Medium diacritics=εὐαπάτητος | |Medium diacritics=εὐαπάτητος | ||
|Low diacritics=ευαπάτητος | |Low diacritics=ευαπάτητος |
Revision as of 13:42, 21 November 2023
English (LSJ)
[πᾰ], ον
A easy to cheat, Pl.Phdr.263b (Comp.); οἱ ἀγαθοὶ εὐ. Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.Insomn.460b9, al.
II Act., cheating readily, τὸ θῆλυ -ότερον Id.HA608b12.
German (Pape)
[Seite 1057] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à tromper;
2 qui trompe facilement.
Étymologie: εὖ, ἀπατάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰπάτητος:
1 без труда обманываемый, легко вводимый в заблуждение Plat., Arst., Plut.;
2 легко обманывающий, лживый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπάτητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.
Greek Monolingual
-η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος
αρχ.
αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξαπάτητος, δυσεξαπάτητος].
Greek Monotonic
εὐᾰπάτητος: -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐ-ᾰπάτητος, ον ἀπατάω
easy to cheat, Plat.