φιλαλήθεια: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλαλήθης]]<br />η [[αγάπη]] για την [[αλήθεια]], [[ειλικρίνεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τη μεταφυσ.-θεολ. [[αντίληψη]]) δεδομένη και απόλυτη [[ιδιότητα]] του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την [[έννοια]] της αλήθειας, έξω από [[κάθε]] τοπικό ή [[χρονικό]] προσδιορισμό<br />β) ([[κατά]] την ανθρωπολ. [[προσέγγιση]]) η [[τάση]] για [[αναζήτηση]] της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την [[αλήθεια]], [[έννοια]] που δηλώνει [[συνήθως]] την καλή [[πίστη]] ή [[πρόθεση]] εκείνου που μιλάει, [[χωρίς]] να ταυτίζεται με την [[αλήθεια]] ή να συνεπάγεται την εγγύησή της. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sincerity]]=== | |||
Arabic: إِخْلَاص; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: [[oprechtheid]]; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: [[sincérité]]; German: [[Aufrichtigkeit]], [[Ehrlichkeit]]; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ειλικρίνεια]]; Ancient Greek: [[ἀλάθεα]], [[ἀλαθεία]], [[ἀλάθεια]], [[ἀλήθεια]], [[ἀληθείη]], [[ἀπλαστία]], [[ἁπλότης]], [[ἀφθαρσία]], [[ἀψεύδεια]], [[γνησιότης]], [[εἰλικρίνεια]], [[εἰλικρινότης]], [[τἀληθές]], [[τὸ γνήσιον]], [[φιλαλήθεια]]; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: [[sincerità]]; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: [[sinceritas]]; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: [[sinceridade]]; Romanian: sinceritate; Russian: [[искренность]], [[откровенность]], [[честность]]; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: [[sinceridad]]; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.
Translations
sincerity
Arabic: إِخْلَاص; Azerbaijani: səmimilik, səmimiyyət; Belarusian: шчырасць, адкрытасць; Bulgarian: искреност; Catalan: sinceritat; Cebuano: sinceridad; Chinese Mandarin: 真誠/真诚, 真心, 誠實/诚实, 真摯/真挚, 誠意/诚意; Czech: upřímnost; Danish: oprigtighed; Dutch: oprechtheid; Esperanto: sincereco; Finnish: rehellisyys, vilpittömyys; French: sincérité; German: Aufrichtigkeit, Ehrlichkeit; Gothic: 𐌰𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐍂𐌴𐌹, 𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐌹𐌸𐌰; Greek: ειλικρίνεια; Ancient Greek: ἀλάθεα, ἀλαθεία, ἀλάθεια, ἀλήθεια, ἀληθείη, ἀπλαστία, ἁπλότης, ἀφθαρσία, ἀψεύδεια, γνησιότης, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, τἀληθές, τὸ γνήσιον, φιλαλήθεια; Hungarian: egyenesség, őszinteség; Italian: sincerità; Japanese: 誠実, 誠意; Khmer: ភាពស្មោះ; Korean: 성실(誠實), 성의(誠意); Latin: sinceritas; Macedonian: искреност; Malayalam: ആത്മാർത്ഥത; Norwegian Bokmål: oppriktighet; Polish: szczerość; Portuguese: sinceridade; Romanian: sinceritate; Russian: искренность, откровенность, честность; Serbo-Croatian Cyrillic: и̏скрено̄ст; Roman: ȉskrenōst; Slovak: úprimnosť; Slovene: iskrenost; Spanish: sinceridad; Swedish: uppriktighet; Thai: ความจริงใจ; Turkish: samimiyet; Ukrainian: щирість, відвертість; Vietnamese: sự chân thành