παλίνσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palinskios
|Transliteration C=palinskios
|Beta Code=pali/nskios
|Beta Code=pali/nskios
|Definition=παλίνσκιον, [[shaded over again]], [[thick-shaded]], ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.''Num.''10, cf. Is.''Fr.''112; π. ἐλαῖαι Arist.''HA''556a24; ὗλαι Luc.''Am.'' 12; [[dark]], χειμών S.''Fr.''289:—also [[παλίσκιος]], ον, ἄντρον ''h.Merc.''6, ''h.Hom.''18.6; ἐν παλισκίοις [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.8.1, cf. ''Od.''40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.
|Definition=παλίνσκιον, [[shaded over again]], [[thick-shaded]], ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.''Num.''10, cf. Is.''Fr.''112; π. ἐλαῖαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''556a24; ὗλαι Luc.''Am.'' 12; [[dark]], χειμών S.''Fr.''289:—also [[παλίσκιος]], ον, ἄντρον ''h.Merc.''6, ''h.Hom.''18.6; ἐν παλισκίοις [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.8.1, cf. ''Od.''40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνσκῐος Medium diacritics: παλίνσκιος Low diacritics: παλίνσκιος Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΙΟΣ
Transliteration A: palínskios Transliteration B: palinskios Transliteration C: palinskios Beta Code: pali/nskios

English (LSJ)

παλίνσκιον, shaded over again, thick-shaded, ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.Num.10, cf. Is.Fr.112; π. ἐλαῖαι Arist.HA556a24; ὗλαι Luc.Am. 12; dark, χειμών S.Fr.289:—also παλίσκιος, ον, ἄντρον h.Merc.6, h.Hom.18.6; ἐν παλισκίοις Thphr. HP 1.8.1, cf. Od.40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.

German (Pape)

[Seite 450] = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v.l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert d'une ombre épaisse;
2 qui est tout à fait à l'ombre.
Étymologie: πάλιν, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνσκιος:
1 покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.);
2 темный, мрачный (χειμών Soph.).

Greek Monolingual

παλίνσκιος ή παλίσκιος, -ον (Α)
1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῖαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.)
2. σκοτεινός, ζοφερός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον
τόπος που σκιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά.

Greek Monotonic

πᾰλίνσκιος: ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνσκιος: -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, σύσκιος, σκοτεινός, ζοφώδης, Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· παλίσκιος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.

Middle Liddell

πᾰλίν-σκιος, ορ παλί-σκιος, ον,
shaded over again, thick-shaded, Hhymn., etc.