βρόμα: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κακοσμία]], [[δυσωδία]]<br /><b>2.</b> [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη, [[πόρνη]]<br /><b>4.</b> (για άντρα) [[αισχρός]], [[ελεεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρομώ]] (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[βρώμα]] «[[δυσώδης]] [[φαγέδαινα]] του στόματος». Περισσότερα για την [[ετυμολογία]] και τη [[γραφή]] με -<i>ο</i>- <b>βλ.</b> στο λ. [[βρόμος]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βρομερός]], [[βρομεύω]], [[βρομιά]], [[βρόμικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βρομοβότανο]], [[βρομόγερος]], [[βρομόγλωσσα]], [[βρομογυναίκα]], [[βρομοδουλειά]], [[βρομόκαιρος]], [[βρομοκοπώ]], [[βρομοκόριτσο]], [[βρομόλογο]], [[βρομολόγος]], [[βρομόνερο]], [[βρομόξυλο]], [[βρομόπαιδο]], [[βρομόσκυλο]], [[βρομόστομα]], [[βρομόστομος]], [[βρομόχνοτος]]]. | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[κακοσμία]], [[δυσωδία]]<br /><b>2.</b> [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη, [[πόρνη]]<br /><b>4.</b> (για άντρα) [[αισχρός]], [[ελεεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρομώ]] (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[βρώμα]] «[[δυσώδης]] [[φαγέδαινα]] του στόματος». Περισσότερα για την [[ετυμολογία]] και τη [[γραφή]] με -<i>ο</i>- <b>βλ.</b> στο λ. [[βρόμος]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βρομερός]], [[βρομεύω]], [[βρομιά]], [[βρόμικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[βρομοβότανο]], [[βρομόγερος]], [[βρομόγλωσσα]], [[βρομογυναίκα]], [[βρομοδουλειά]], [[βρομόκαιρος]], [[βρομοκοπώ]], [[βρομοκόριτσο]], [[βρομόλογο]], [[βρομολόγος]], [[βρομόνερο]], [[βρομόξυλο]], [[βρομόπαιδο]], [[βρομόσκυλο]], [[βρομόστομα]], [[βρομόστομος]], [[βρομόχνοτος]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dirtiness]]=== | |||
Catalan: brutícia; French: [[saleté]]; Greek: [[ακαθαρσία]], [[βρόμα]], [[βρομιά]], [[βρώμα]]; Ancient Greek: [[πινωδία]], [[ῥυπαρία]], [[ῥύπασμα]], [[ῥύπον]], [[ῥύπος]], [[τὸ πιναρόν]]; Italian: [[sporcizia]]; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: [[sujidade]]; Romagnol: cacaréra; Spanish: [[suciedad]]; Turkish: kirlilik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:26, 21 January 2024
Greek Monolingual
η
1. κακοσμία, δυσωδία
2. ακαθαρσία
3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη
4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη γραφή με -ο- βλ. στο λ. βρόμος (II).
ΠΑΡ. νεοελλ. βρομερός, βρομεύω, βρομιά, βρόμικος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. βρομοβότανο, βρομόγερος, βρομόγλωσσα, βρομογυναίκα, βρομοδουλειά, βρομόκαιρος, βρομοκοπώ, βρομοκόριτσο, βρομόλογο, βρομολόγος, βρομόνερο, βρομόξυλο, βρομόπαιδο, βρομόσκυλο, βρομόστομα, βρομόστομος, βρομόχνοτος].