ενώνω: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ | |mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ ἑνοῖ τῷ θεῷ», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με [[συρραφή]] ή [[συγκόλληση]] («[[ενώνω]] τα [[μανίκια]] με το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> (για τρεχούμενα νερά) [[συρρέω]], [[συμβάλλω]] («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συναντιέμαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], συνουσιάζομαι, [[ζευγαρώνω]]<br /><b>4.</b> παντρεύομαι<br /><b>5.</b> [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>6.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά<br /><b>7.</b> [[συγκρούομαι]] («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)<br /><b>8.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[συναντώ]]<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἡνωμένον</i><br />το ον <b>(Δαμάσκ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδυάζω]] («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[πραγματώνω]] τήν [[κατά]] τον Πλωτίνο [[ένωση]] με το [[θείο]]<br /><b>3.</b> (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ἡνωμένοι</i><br />(για [[στράτευμα]]) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ασύντακτους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — [[ενταφιάζω]], [[θάβω]]<br /><b>5.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἡνωμένα</i> <b>(Λογγίν.)</b><br />ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἑνῶ, -όω)
1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω
2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)
3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό μίγμα, χημική ένωση
(α. «ενώνω το οξυγόνο και το υδρογόνο» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται σῶμα», Σέξτ. Εμπ.)
4. συνδέω, συζευγνύω
5. συνδέω με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή φιλία» β. «οὐδὲν οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῖ τῷ θεῷ», Ιω. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. συνδέω με συρραφή ή συγκόλληση («ενώνω τα μανίκια με το φουστάνι»)
2. (για τρεχούμενα νερά) συρρέω, συμβάλλω («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)
μσν.
1. προσθέτω
2. μέσ. συναντιέμαι
3. μέσ. συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνω
4. παντρεύομαι
5. συναναστρέφομαι
6. συνδέομαι φιλικά
7. συγκρούομαι («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)
8. (μτβ. και αμτβ.) συναντώ
9. (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡνωμένον
το ον (Δαμάσκ.)
αρχ.
1. συνδυάζω («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)
2. παθ. (φιλοσ.) πραγματώνω τήν κατά τον Πλωτίνο ένωση με το θείο
3. (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡνωμένοι
(για στράτευμα) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους ασύντακτους
4. φρ. «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — ενταφιάζω, θάβω
5. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡνωμένα (Λογγίν.)
ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό.