κυανός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή -ό και [[κυανούς]], -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και [[κυάνεος]], -έα, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ουρανού, [[ουρανής]], [[θαλασσής]], [[γαλάζιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυανό</i> ή <i>κυανούν</i><br />α) το [[χρώμα]] του ουρανού, γαλάζιο<br />β) [[χρωστική]] [[ουσία]] με βαθυγάλανο [[χρώμα]] (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού, βαθυγάλαζος, [[μπλε]] [[σκούρος]] («διαφέρει δέ [[φώκαινα]] δελφῑνος... καὶ τὸ [[χρῶμα]] ἔχει κυανοῦν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από κύανο<br /><b>2.</b> [[μαύρος]] («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]] («[[νεφέλη]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]] («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κυάνεαι φάλαγγες» — [[πυκνά]] πλήθη στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[κυανοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[κυάνεος]] με [[συναίρεση]]].
|mltxt=-ή -ό και [[κυανούς]], -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και [[κυάνεος]], -έα, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ουρανού, [[ουρανής]], [[θαλασσής]], [[γαλάζιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυανό</i> ή <i>κυανούν</i><br />α) το [[χρώμα]] του ουρανού, γαλάζιο<br />β) [[χρωστική]] [[ουσία]] με βαθυγάλανο [[χρώμα]] (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού, βαθυγάλαζος, [[μπλε]] [[σκούρος]] («διαφέρει δέ [[φώκαινα]] δελφῑνος... καὶ τὸ [[χρῶμα]] ἔχει κυανοῦν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από κύανο<br /><b>2.</b> [[μαύρος]] («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῖα θεάων κυάνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]] («[[νεφέλη]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]] («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κυάνεαι φάλαγγες» — [[πυκνά]] πλήθη στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[κυανοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[κυάνεος]] με [[συναίρεση]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:47, 6 February 2024

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lapis-lazzuli.
Étymologie: v. κύανος.

Greek Monolingual

-ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και κυάνεος, -έα, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν
α) το χρώμα του ουρανού, γαλάζιο
β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει το βαθύ χρώμα του ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος («διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῦν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από κύανο
2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῖα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)
3. σκοτεινός, σκούροςνεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φοβερός, τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», Πίνδ.)
5. φρ. «κυάνεαι φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + επίθημα -εος (πρβλ. πορφύρεος, χρύσεος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνός:
Iлазоревый камень Plat.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνός: (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).