μαλθακίζομαι: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malthakizomai | |Transliteration C=malthakizomai | ||
|Beta Code=malqaki/zomai | |Beta Code=malqaki/zomai | ||
|Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be softened]], of persons, A.''Pr.''79,952, E.''Med.''291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.<br><span class="bld">II</span> [[relax]], [[give in]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 458b, al.; to [[be a coward]], Id.''Smp.''179d; to [[be remiss]], Id.''Ep.''317c. | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be softened]], of persons, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''79,952, E.''Med.''291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.<br><span class="bld">II</span> [[relax]], [[give in]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 458b, al.; to [[be a coward]], Id.''Smp.''179d; to [[be remiss]], Id.''Ep.''317c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:05, 7 February 2024
English (LSJ)
Pass.,
A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.
II relax, give in, Pl.R. 458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.
Greek Monolingual
μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.