ἐπινίφω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[snow]] [[upon]]: impers., ἐπινίφει [[fresh]] [[snow]] falls, or it keeps snowing, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:38, 3 March 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 965] darauf, dazu schneien; ὅταν δ' ἐπινίφῃ Xen. Cyn. 8, 1; Sp.; bei Theophr. vielleicht auch transit., überschneien.
French (Bailly abrégé)
1 faire tomber de la neige sur ; Pass. être couvert de neige;
2 impers. • ἐπινίφει la neige continue à tomber.
Étymologie: ἐπί, νίφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινίφω: (ῑ) (о снеге) идти, покрывать: ἐπινίφει impers. Xen. снег идет.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίφω: ῑ, νίφω, χιονίζω ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ χιών, Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., καλύπτω διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., ὅταν ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.
Greek Monolingual
ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι
2. απρόσ. επινίφει
εξακολουθεί να χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].
Greek Monotonic
ἐπινίφω: [ῑ], χιονίζω επάνω· απρόσ., ἐπινίφει, πέφτει φρέσκο χιόνι, ξαναχιονίζει, χιονίζει εκ νέου ή εξακολουθεί να χιονίζει, σε Ξεν.
Middle Liddell
to snow upon: impers., ἐπινίφει fresh snow falls, or it keeps snowing, Xen.