ἀνομαλίζω: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[restore]] to [[equality]], [[equalise]], 1 perf. [[pass]]. inf. [[ἀνωμαλίσθαι]] Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 3 March 2024
English (LSJ)
restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. ἀνομάλωσις.
Spanish (DGE)
igualar τὰς πόλεις Arist.Rh.1412a16.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.
German (Pape)
ausgleichen, ἀνωμαλίσθαι Arist. rhet. 3.11. Vgl. ἀνώμαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομᾰλίζω: уравнивать (τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.
Greek Monolingual
ἀνομαλίζω (Α) ομαλίζω
εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση.
Greek Monotonic
ἀνομαλίζω: μέλ. -σω, αποκαθιστώ την ισότητα, εξομαλίζω, εξισώνω, Παθ. απαρ. παρακ. αʹ ἀνωμαλίσθαι, σε Αριστ.
Middle Liddell
to restore to equality, equalise, 1 perf. pass. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.