ἀποστρατοπεδεύομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[encamp]] [[away]] from, τινός Xen.; ἀπ. [[πρόσω]] to [[encamp]] at a [[distance]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 3 March 2024
English (LSJ)
remove one's camp from, encamp away from, τινός X.An.3.4.34; ἀ. προσωτέρω encamp at a greater distance, ib. 7.7.1.
Spanish (DGE)
alejar el campamento de, acampar lejos de c. gen. ἀπεστρατοπεδεύοντο οἱ βάρβαροι τοῦ Ἑλληνικοῦ X.An.3.4.34
•abs. acampar προσωτέρω X.An.7.7.1, παραχρῆμα D.C.57.17, cf. X.Cyr.6.1.23.
German (Pape)
[Seite 328] sich entfernt lagern, Xen. Cyr. 6, 1, 23 An. 7, 7, 1; τινός 3, 4, 34.
French (Bailly abrégé)
camper à part, loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, στρατοπεδεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστρᾰτοπεδεύομαι: располагаться лагерем в стороне или вдали (τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστρᾰτοπεδεύομαι: ἀποθ., μεταφέρω τὸ στρατόπεδόν μου ἀπό.., στρατοπεδεύομαι μακρὰν ἀπό, οὔποτε γὰρ μεῖον ἀπεστρατοπεδεύοντο οἱ βάρβαροι τοῦ Ἑλληνικοῦ ἑξήκοντα σταδίων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 34· Σεύθης μὲν ἀπεστρατοπεδεύετο προσωτέρω, εἰς ἀπόστασίν τινα, αὐτόθι 7. 7, 1.
Greek Monolingual
ἀποστρατοπεδεύομαι (Α)
μεταφέρω το στρατόπεδο μου, μεταστρατοπεδεύω σε μακρινή τοποθεσία.
Greek Monotonic
ἀποστρᾰτοπεδεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., στρατοπεδεύω μακριά από, μεταφέρω το στρατόπεδό μου μακριά από, τινος, σε Ξεν.· ἀποστρατοπεδεύομαι προσωτέρω στρατοπεδεύω σε μεγαλύτερη απόσταση, στον ίδ.
Middle Liddell
Dep. to encamp away from, τινός Xen.; ἀπ. πρόσω to encamp at a distance, Xen.