θυρόω: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[θυρῶ]] :<br /><b>1</b> garnir de portes (pour clore);<br /><b>2</b> [[pourvoir de portes de sortie]], [[d'issues]].<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:47, 19 March 2024
English (LSJ)
(θύρα) furnish with doors, ἱερόν IG12.24.7; πρόπυλον ib.22.1046.16; νεὼς… θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar.Av.614 (anap.): metaph., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν X.Mem.1.4.6:—Pass., στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα roofed and furnished with doors, Tab.Heracl.1.142, cf. IG 11(2).287 A 172 (Delos, iii B.C.), PAmh.2.51.14, 24(i B.C.); furnished with apertures, πίναξ JHS41.195 (Delos, ii B.C.); πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι to be furnished with many outlets, Luc.Hipp.8.
German (Pape)
[Seite 1227] mit einer Thür versehen, verschließen; θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar. Av. 613; βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen. Mem. 1, 4, 6; τοῖχον Plut. Artax. 29; πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Luc. baln. 8; – θυρωτός Bahr. 59, 11.
French (Bailly abrégé)
θυρῶ :
1 garnir de portes (pour clore);
2 pourvoir de portes de sortie, d'issues.
Étymologie: θύρα.
Russian (Dvoretsky)
θῠρόω:
1 (тж. θ. θύραις Arph.) приделывать двери, снабжать дверьми (νεώς Arph.; τοῖχον Plut.): ἐξόδοις πολλαῖς τεθυρωμένος Luc. имеющий много выходных дверей;
2 закрывать (βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠρόω: (θύρα) θέτω θύραν, κλείω διὰ θύρας, κλείω καλῶς ὡς διὰ θύρας, νεὼς... θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ἀριστοφ. Ὄρν. 613· μεταφ., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. - Παθ., στεγόμενα... καὶ τεθυρωμένα, ἔχοντα στέγην καὶ θύρας, Πίνακ. Ἡρακλεωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιφρ. 5774. 142· πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Λουκ. Ἱππίας ἢ Βαλανεῖον 8.
Greek Monotonic
θῠρόω: (θύρα), μέλ. -ώσω, επιπλώνω, εξοπλίζω το σπίτι με πόρτες, στεγανώνω, ασφαλίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., κλείνω όπως κάνω με πόρτα, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν, σε Ξεν.
Middle Liddell
θῠρόω, fut. -ώσω θύρα
to furnish with doors, shut close, Ar.: metaph. to close as with a door, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν Xen.