βαθύκληρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=βᾰθῠκληρος
|Full diacritics=βᾰθῠ́κληρος
|Medium diacritics=βαθύκληρος
|Medium diacritics=βαθύκληρος
|Low diacritics=βαθύκληρος
|Low diacritics=βαθύκληρος
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
}}
{{trml
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠ́κληρος Medium diacritics: βαθύκληρος Low diacritics: βαθύκληρος Capitals: ΒΑΘΥΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: bathýklēros Transliteration B: bathyklēros Transliteration C: vathykliros Beta Code: baqu/klhros

English (LSJ)

βαθύκληρον,
A with rich lands, of persons, Hom.Epigr.16.
II very rich, of land, Coluth.218, Man.3.239.

Spanish (DGE)

(βᾰθύκληρος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de fértiles heredades, de segura opulencia πατέρες epigr. en Vit.Hom.Sud.p.530.23, Αἴγυπτος IG 12(1).33.1 (III a.C.), de la tierra, Man.3.239, Colluth.218.

German (Pape)

[Seite 424] hochbegütert, Hom. ep. 17; Man. 3, 239; χθών Coluth. 218; mit großen Landgütern, Her. v. Hom. 35.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκληρος: богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκληρος: -ον, ὁ πλουσίας, εὐφόρους ἔχων χώρας, ἐπὶ προσώπων, πολυκτήμων, Ἐπ. Ὁμ. 16. ΙΙ. βαθύπλουτος, εὔφορος ἐπὶ γῆς, Κόλουθ. 214 (218), Μανέθ. 3. 229.

Greek Monolingual

βαθύκληρος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα
2. (για περιοχή) εύφορος.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก