συμπαρέπομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparepomai
|Transliteration C=symparepomai
|Beta Code=sumpare/pomai
|Beta Code=sumpare/pomai
|Definition=[[go along with]], [[accompany]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.8, ''Eq.''11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. ''Epid.''5.89; τιμαὶ.. ἑκάστοις -είποντο [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.23, cf. ''Hier.''8.5, Phld. ''Oec.''p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.''Lg.''667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.''Pr.'' 907a1.
|Definition=[[go along with]], [[accompany]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.8, ''Eq.''11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. ''Epid.''5.89; τιμαὶ.. ἑκάστοις -είποντο [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.23, cf. ''Hier.''8.5, Phld. ''Oec.''p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.''Pr.'' 907a1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:30, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρέπομαι Medium diacritics: συμπαρέπομαι Low diacritics: συμπαρέπομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: symparépomai Transliteration B: symparepomai Transliteration C: symparepomai Beta Code: sumpare/pomai

English (LSJ)

go along with, accompany, X.Cyr.7.1.8, Eq.11.12: metaph., ὅλῃ τῇ ἡμέρῃ Hp. Epid.5.89; τιμαὶ.. ἑκάστοις -είποντο X.Cyr.2.1.23, cf. Hier.8.5, Phld. Oec.p.53J.; ὅσοις σ. τις Χάρις Pl.Lg.667b; αἱ -όμεναι ὀσμαί Arist.Pr. 907a1.

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἕπομαι), dep. med., mit daneben gehen, folgen; ὅσοις συμπαρέπεταί τις χάρις, Plat. Legg. II, 667 b, hinzukommen; von Belohnungen, Xen. Cyr. 2, 1, 23 u. Sp., wie D. Cass. 61, 3.

French (Bailly abrégé)

accompagner, escorter.
Étymologie: σύν, παρέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρέπομαι begeleiden, vergezellen, met dat.; overdr.. ὅσοις ( n. ) συμπαρέπεταί τις χάρις alwat vergezeld gaat van een zekere charme Plat. Lg. 667b.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρέπομαι: сопровождать, сопутствовать (τινι Xen., Plat.; αἱ συμπαρεπόμεναι ὀσμαί Arst.).

Greek Monolingual

Α παρέπομαι
ακολουθώ συγχρόνως.

Greek Monotonic

συμπαρέπομαι: μέλ. -έψομαι, αποθ., ακολουθώ κάποιον από κοινού με άλλους, συνοδεύω, συντροφεύω, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρέπομαι: παρέπομαι ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 8, κτλ.· μεταφορ., ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλαι τιμαὶ συμπαρείποντο αὐτόθι 2. 1, 23, Ἱέρ. 8. 5· ὅσοις σ. τις χάρις Πλάτ. Νόμ. 667Ε· αἱ σ. ὀσμαὶ Ἀριστ. Προβλ. 12. 4.

Middle Liddell

fut. -έψομαι
Dep. to go along with, accompany, c. dat., Xen., etc.