matar: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπαγχονάω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀπηύρων]], [[ἀποχράω]], [[αἱρέω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἀποθρίζω]], [[δειροτομέω]], [[ἀποσφάζω]], [[δηλέομαι]], [[δανέω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[διαρρήγνυμι]], [[διεργάζομαι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἐναρίζω]], [[διαφθείρω]], [[διαλύω]], [[δάμνημι]], [[αἱματόω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποτήκω]], [[ἀναιρέω]], [[εἰσαπόλλυμι]], [[ | |sltx=[[ἀπαγχονάω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀπηύρων]], [[ἀποχράω]], [[αἱρέω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἀποθρίζω]], [[δειροτομέω]], [[ἀποσφάζω]], [[δηλέομαι]], [[δανέω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[διαρρήγνυμι]], [[διεργάζομαι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἐναρίζω]], [[διαφθείρω]], [[διαλύω]], [[δάμνημι]], [[αἱματόω]], [[ἀποπνίγω]], [[ἀποτήκω]], [[ἀναιρέω]], [[εἰσαπόλλυμι]], [[διαχειρίζομαι]], [[δηΐω]], [[ἀποκτέννω]], [[ἀποκτιννύω]], [[ἀποκυπαρόω]], [[ἀποκτείνυμι]], [[ἀναλόω]], [[διασφάττω]], [[ἐναίρω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀπολλύω]], [[ἀποκτείνω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀνθρωποκτονέω]], [[ἔνω]], [[ἀποκοσμέω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκμυζάω]], [[ἀμάω]], [[ἀναχράομαι]], [[διαχράομαι]], [[ἀλαπάζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:11, 4 June 2024
Spanish > Greek
ἀπαγχονάω, ἀποσβέννυμι, ἀπηύρων, ἀποχράω, αἱρέω, ἀποθερίζω, ἀποθρίζω, δειροτομέω, ἀποσφάζω, δηλέομαι, δανέω, ἐξαπόλλυμι, διαρρήγνυμι, διεργάζομαι, ἀπαλλάσσω, ἐναρίζω, διαφθείρω, διαλύω, δάμνημι, αἱματόω, ἀποπνίγω, ἀποτήκω, ἀναιρέω, εἰσαπόλλυμι, διαχειρίζομαι, δηΐω, ἀποκτέννω, ἀποκτιννύω, ἀποκυπαρόω, ἀποκτείνυμι, ἀναλόω, διασφάττω, ἐναίρω, ἀναλίσκω, ἀπολλύω, ἀποκτείνω, ἀπόλλυμι, δῃόω, ἀνθρωποκτονέω, ἔνω, ἀποκοσμέω, ἐκκόπτω, ἐκμυζάω, ἀμάω, ἀναχράομαι, διαχράομαι, ἀλαπάζω