ἀποκοσμέω

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοσμέω Medium diacritics: ἀποκοσμέω Low diacritics: αποκοσμέω Capitals: ΑΠΟΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: apokosméō Transliteration B: apokosmeō Transliteration C: apokosmeo Beta Code: a)pokosme/w

English (LSJ)

A restore order by clearing away, clear away, ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός Od.7.232; dismantle, ἡρῷον IG3.1423; deform, ἀμπέλους Corn.ND30; πόλιν Lib.Or.30.23; τὸ βασίλειον τῆς πρώτης εὐδαιμονίας J.AJ16.8.5, cf. Longus 4.7:—Pass., to be disfigured, D.C.Fr. 102.9:—Med., put off one's ornaments, Paus.7.26.9:—Pass., to be stripped of them, Aristid.Or.43(25).39.
II remove from the world, kill, LXX 2 Ma.4.38.

Spanish (DGE)

I 1c. ac. de cosa recoger, retirar de la mesa ἔντεα δαιτός Od.7.232
c. ac. y gen. despojar τὸ βασίλειον ... τῆς πρώτης εὐδαιμονίας I.AI 16.258, τὴν κεφαλὴν τοῦ διαδήματος Gr.Naz.M.35.685C.
2 fig. c. ac. de pers. retirar (de entre los vivos), matar τὸν μιαιφόνον ἀπεκόσμησεν LXX 2Ma.4.38.
II 1en v. med. quitarse los adornos αἱ ἀδελφαὶ ... ἀποκοσμοῦνται Paus.7.26.9
estropear, destrozar τὸ ἡρῷον IG 22.13209.7 (II d.C.)
maltratar ἀμπέλους Corn.ND 30, un jardín, Longus 4.7.2
afear en v. pas., D.C.102.9.
2 en v. pas. alterar el orden anterior ἀποκεκόσμηται πᾶσα ἡ θάλαττα Aristid.Or.25.39.
3 en v. act. profanar τὴν πόλιν por la destrucción de una estatua, Lib.Or.30.23.

German (Pape)

[Seite 308] 1) abgräumen, wegräumen, ἔντεα δαιτός Od. 7, 232. – 2) des Schmuckes berauben; med., sich den Schmuck abnehmen, Pausan. 7, 26, 3.

French (Bailly abrégé)

ἀποκοσμῶ :
desservir (une table), litt. ôter ce qui est rangé.
Étymologie: ἀπό, κοσμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοσμέω: уносить, убирать (ἔντεα δαιτός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοσμέω: μέλλ. -ήσω, ἀφαιρῶ, σηκώνω, ἀμφίπολοι δ’ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης σκεύη, κρατῆρας κτλ., Ὀδ. Η. 232· ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸν στολισμόν, εἴ τις ἀποκοσμήσει τοῦτο τὸ ἡρῷον Βοικχ. Ἐπιγρ. 1. 531· ἀσχημίζω, πόλιν Λιβάν. 4. 779: - Μέσ., ἀποθέτω τὰ κοσμήματά μου, ἀφαιρῶ τὸν στολισμόν μου, Παυσ. 7. 26, 9: - Παθ., ἀπογυμνοῦμαι τοῦ στολισμοῦ, Ἀριστείδ. 1. 549.

English (Autenrieth)

(κόσμος), ipf. ἀπεκόσμεον: clear off something that has been set on in order; ἔντεα δαιτός, Od. 7.232†.

Greek Monotonic

ἀποκοσμέω: μέλ. -ήσω, αποκαθιστώ την τάξη αφαιρώντας, απομακρύνοντας, αφαιρώ, απογυμνώνω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to restore order by clearing away, to clear away, Od.

Greek Monolingual

(AM ἀποκοσμῶ, ἀποκοσμέω)
αφαιρώ τον στολισμό, τα στολίδια
1. αφαιρώ, απομακρύνω
2. παραμορφώνω κάτι
3. απομακρύνω από τον κόσμο, φονεύω.