παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradosimos
|Transliteration C=paradosimos
|Beta Code=parado/simos
|Beta Code=parado/simos
|Definition=παραδόσιμον, [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; <b class="b3">π. στήλη</b> [[commemorative]] tablet, Id.12.10.9; <b class="b3">π. ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.56; [[παραδόσιμα]], τά, [[temple-property handed down]], IG7.303.8 (Orop.).
|Definition=παραδόσιμον, [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; <b class="b3">παραδόσιμος στήλη</b> [[commemorative]] [[tablet]], Id.12.10.9; <b class="b3">παραδόσιμον ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.56; [[παραδόσιμα]], τά, [[temple-property handed down]], IG7.303.8 (Orop.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 16:35, 26 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

παραδόσιμον, handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; παραδόσιμος στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; παραδόσιμον ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

παραδόσῐμος:
1 передаваемый из рода в род, переходящий по наследству (φήμη, δόξα Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;
2 увековечивающий, памятный (στήλη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιοςπαραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικόςπαραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.

Greek Monotonic

παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παραδόσῐμος, ον,
handed down, hereditary, Polyb.

Translations

hereditary

Armenian: ժառանգական; Asturian: hereditariu; Belarusian: спадчынны, спадкавы; Bulgarian: наследствен; Catalan: hereditari; Chinese Mandarin: 遺傳的, 遗传的, 遺留的, 遗留的; Czech: dědičný; Danish: arvelig; Dutch: erfelijk; Finnish: perintö-, perintönä saatu; Georgian: სამემკვიდრეო; German: erblich; Greek: κληρονομικός; Ancient Greek: ἐγγενικός, κατὰ γένος, κληρονομικός, παραδόσιμος, παραδόχιμος, πατρικός, πάτριος, πατρῷος, συγγενικός; Hindi: ख़ानदानी, आनुवंशिक, वंशागत, पुश्तैनी, मौरूसी, वंशानुक्रमिक; Ido: heredala; Italian: ereditario; Luxembourgish: ierflech; Macedonian: наследен; Norwegian Bokmål: arvelig; Polish: dziedziczny; Portuguese: hereditário; Romanian: ereditar; Russian: наследственный; Serbo-Croatian Cyrillic: наследан, насљедан; Roman: následan, násljedan; Sicilian: riditaru; Slovak: zdedený, dedený, dedičný; Slovene: deden; Spanish: heredado, hereditario; Swedish: ärftlig; Tagalog: manahin; Ukrainian: спадковий, спадкоє́мний; Welsh: etifeddol