κιστοφόρος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
English (LSJ)
κιστοφόρον, (κίστη)
A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος.
II Subst., cistophorus, coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.
German (Pape)
[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v.l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; Cistophor, nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).
Russian (Dvoretsky)
κιστοφόρος: ὁ
1 кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;
2 «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.
Wikipedia EN
The cistophorus (Ancient Greek: κιστοφόρος, kistophoros) was a coin of ancient Pergamum. It was introduced shortly before 190 B.C. at that city to provide the Attalid kingdom with a substitute for Seleucid coins and the tetradrachms of Philetairos. It also came to be used by a number of other cities that were under Attalid control. These cities included Alabanda and Kibyra. It continued to be minted and circulated by the Romans with different coin types and legends, but the same weight down to the time of Hadrian, long after the kingdom was bequeathed to Rome. It owes its name to a figure, on the obverse, of the sacred chest (Latin: cista) of Dionysus.
Wikipedia EL
Ο κιστοφόρος ήταν το κύριο εμπορικό νόμισμα της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Εμφανίστηκε την εποχή των βασιλέων της Περγαμηνής δυναστείας και πήρε το όνομά του λόγω της απεικόνισης της ιερής βακχικής κίστης, κουτιού με ιερά φίδια. Πρωτοεμφανίστηκε στην Έφεσο λίγο πριν από το 200 π.Χ. και διαδόθηκε με ταχύ ρυθμό στις κτήσεις του Αττάλου Α' βασιλιά της Περγάμου, και έκτοτε ο κιστοφόρος έγινε πανασιατικό νόμισμα.
Κιστοφόροι είναι γνωστό ότι εκδόθηκαν σε ένδεκα περίπου νομισματοκοπεία της Μικράς Ασίας. Δηλαδή στην Πάρο, το Αδραμύττιο και την Πέργαμο της Μυσίας· στη Σμύρνη και την Έφεσο της Ιωνίας· στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στις Τράλλεις και τη Νύση της Λυδίας· στην Απάμεια και τη Λαοδίκεια της Φρυγίας· τέλος στην Κρήτη.
Greek Monolingual
κιστοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόρος
νόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεωφόρος, τροχοφόρος.
Greek Monotonic
κιστοφόρος: -ον (κίστη, φέρω), αυτός που μεταφέρει κιβώτιο σε μυστικές πομπές, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
Middle Liddell
κιστο-φόρος, ον κίστη, φέρω
carrying a chest in mystic processions, Dem.