ἀλληλούϊα: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{StrongGR
|lstext='''ἀλληλούϊα''': τὸ Ἑβρ.: χαλλελούγια = αἰνεῖτε τὸν Ἰαώ, Ἑβδ. Τωβὶτ ιγϳ, 18, Ψαλμ. ρδϳ (ἐν. κεφαλίδι) καὶ ἀλλ., Ἀποκάλ. ιθϳ, 1 κἑξ., Τερτ. 1194Α, Ἱερών. Ι, 430 (132). ― Μετὰ τοῦ ἄρθρου τὸ [[ἀλληλούϊα]], Ἑβδ. Μακκ. Γϳ, ζϳ, 13, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β. «Ἑκάστου ἔτους [[ἅπαξ]] ἐν Ρώμῃ τὸ [[ἀλληλούϊα]] ψάλλουσι κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς πασχαλίου ἑορτῆς», Σωζ. 1476Β. ― Ὁ Θεοδοτίων ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «αἰνεῖτε τὸ Ὄν», ὁ δὲ Ἡσύχ.: «[[αἶνος]] τῷ ὄντι Θεῷ, αἰνεῖτε τὸν Κύριον», Ἰουστῖνος δὲ ὁ μάρτ.: «Ὑμνήσατε [[μετὰ]] μέλους τὸ Ὄν», κτλ. Ὁ Πτωχοπρόδρομος (2. 335) καθαπτόμενος τῶν τρυφηλῶν ἡγουμένων τῶν χρόνων του λέγει: «Ἐκεῖνοι Θεὸς καὶ Κύριος ψάλλουσι [[καθημέραν]], ἡμᾶς δὲ λέγουν [[σήμερον]] ψάλλετε [[ἀλληλούϊα]]», [[διότι]] κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρ. ἀντὶ τοῦ Θεὸς Κύριος... ψάλλεται τὸ [[ἀλληλούϊα]], δηλ. ὑμεῖς οἱ πτωχοὶ μοναχοὶ πρέπει [[πάντοτε]] νὰ νηστεύητε.»
|strgr=of [[Hebrew]] [[origin]] ([[imperative]] of הָלַל and יָהּ); [[praise]] ye Jah!, an adoring [[exclamation]]: [[alleluiah]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀλληλουϊά; ἁλληλουια <i>PMag</i>.7.271<br />[[aleluya]] fórmula ritual judía hebr. <i>ha-lělû-yah</i> ‘[[alabad a Yahveh]]’, [[LXX]] <i>Ps</i>.104, 105 (tít.), [[LXX]] <i>Ps</i>.115.1, cf. <i>POxy</i>.1928.15 (VI a.C.), [[LXX]] <i>To</i>.13.18, 3<i>Ma</i>.7.13, en el culto crist. y gnóstico <i>Apoc</i>.19.1, 3, 6, <i>Apoc.Paul</i>.29 (p.56), ἁλληλουια, [[ἀμήν]] <i>PMag</i>.7.271, cf. <i>PBerol</i>.inv.6096 en <i>PIand</i>.1.p.29, <i>PRyl</i>.1.9.11 (VI a.C.), τί ἑρμηνεύεται τὸ ἀ.; <i>Apoc.Paul</i>.30 (p.56), cf. Hsch., Zonar.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀλληλουϊά]]; [[ἁλληλουια]] <i>PMag</i>.7.271<br />[[aleluya]] fórmula ritual judía hebr. <i>ha-lělû-yah</i> ‘[[alabad a Yahveh]]’, [[LXX]] <i>Ps</i>.104, 105 (tít.), [[LXX]] <i>Ps</i>.115.1, cf. <i>POxy</i>.1928.15 (VI a.C.), [[LXX]] <i>To</i>.13.18, 3<i>Ma</i>.7.13, en el culto crist. y gnóstico <i>Apoc</i>.19.1, 3, 6, <i>Apoc.Paul</i>.29 (p.56), ἁλληλουια, [[ἀμήν]] <i>PMag</i>.7.271, cf. <i>PBerol</i>.inv.6096 en <i>PIand</i>.1.p.29, <i>PRyl</i>.1.9.11 (VI a.C.), τί ἑρμηνεύεται τὸ ἀ.; <i>Apoc.Paul</i>.30 (p.56), cf. Hsch., Zonar.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=interj.<br>alléluia<br>«[[Louez l'Éternel]]!»
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(WH. Ἁλλ. and (ά; [[see]] Introductory § 408), [[Hebrew]] הַלְלוּ־יָהּ, [[praise]] ye the Lord, Hallelujah: Sept. Psalm , passim; 3 Maccabees 7:13.)  
|txtha=(WH. Ἁλλ. and (ά; [[see]] Introductory § 408), [[Hebrew]] הַלְלוּ־יָהּ, [[praise ye the Lord]], [[hallelujah]]: Sept. Psalm , passim; 3 Maccabees 7:13.)  
}}
{{ls
|lstext='''ἀλληλούϊα''': τὸ Ἑβρ.: χαλλελούγια = αἰνεῖτε τὸν Ἰαώ, Ἑβδ. Τωβὶτ ιγϳ, 18, Ψαλμ. ρδϳ (ἐν. κεφαλίδι) καὶ ἀλλ., Ἀποκάλ. ιθϳ, 1 κἑξ., Τερτ. 1194Α, Ἱερών. Ι, 430 (132). ― Μετὰ τοῦ ἄρθρου τὸ [[ἀλληλούϊα]], Ἑβδ. Μακκ. Γϳ, ζϳ, 13, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β. «Ἑκάστου ἔτους [[ἅπαξ]] ἐν Ρώμῃ τὸ [[ἀλληλούϊα]] ψάλλουσι κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς πασχαλίου ἑορτῆς», Σωζ. 1476Β. ― Ὁ Θεοδοτίων ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «αἰνεῖτε τὸ Ὄν», ὁ δὲ Ἡσύχ.: «[[αἶνος]] τῷ ὄντι Θεῷ, αἰνεῖτε τὸν Κύριον», Ἰουστῖνος δὲ ὁ μάρτ.: «Ὑμνήσατε [[μετὰ]] μέλους τὸ Ὄν», κτλ. Ὁ Πτωχοπρόδρομος (2. 335) καθαπτόμενος τῶν τρυφηλῶν ἡγουμένων τῶν χρόνων του λέγει: «Ἐκεῖνοι Θεὸς καὶ Κύριος ψάλλουσι [[καθημέραν]], ἡμᾶς δὲ λέγουν [[σήμερον]] ψάλλετε [[ἀλληλούϊα]]», [[διότι]] κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρ. ἀντὶ τοῦ Θεὸς Κύριος... ψάλλεται τὸ [[ἀλληλούϊα]], δηλ. ὑμεῖς οἱ πτωχοὶ μοναχοὶ πρέπει [[πάντοτε]] νὰ νηστεύητε.»
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀλληλούια]])<br />[[επιφώνημα]] από αρχική εβραϊκή [[φράση]], που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ως [[επωδός]] εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ιδιωματική [[φράση]]) «[[κοντός]] [[ψαλμός]] [[αλληλούια]]», [[σύντομα]], [[δίχως]] περιφράσεις<br />λέγεται για [[συζήτηση]] ή [[υπόθεση]] που [[πρέπει]] [[γρήγορα]] να τελειώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>hallelujah</i> «αινείτε τον <i>Jah</i> (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλουίζω]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 15 October 2024

English (Strong)

of Hebrew origin (imperative of הָלַל and יָהּ); praise ye Jah!, an adoring exclamation: alleluiah.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀλληλουϊά; ἁλληλουια PMag.7.271
aleluya fórmula ritual judía hebr. ha-lělû-yahalabad a Yahveh’, LXX Ps.104, 105 (tít.), LXX Ps.115.1, cf. POxy.1928.15 (VI a.C.), LXX To.13.18, 3Ma.7.13, en el culto crist. y gnóstico Apoc.19.1, 3, 6, Apoc.Paul.29 (p.56), ἁλληλουια, ἀμήν PMag.7.271, cf. PBerol.inv.6096 en PIand.1.p.29, PRyl.1.9.11 (VI a.C.), τί ἑρμηνεύεται τὸ ἀ.; Apoc.Paul.30 (p.56), cf. Hsch., Zonar.

French (New Testament)

interj.
alléluia
«Louez l'Éternel

English (Thayer)

(WH. Ἁλλ. and (ά; see Introductory § 408), Hebrew הַלְלוּ־יָהּ, praise ye the Lord, hallelujah: Sept. Psalm , passim; 3 Maccabees 7:13.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλούϊα: τὸ Ἑβρ.: χαλλελούγια = αἰνεῖτε τὸν Ἰαώ, Ἑβδ. Τωβὶτ ιγϳ, 18, Ψαλμ. ρδϳ (ἐν. κεφαλίδι) καὶ ἀλλ., Ἀποκάλ. ιθϳ, 1 κἑξ., Τερτ. 1194Α, Ἱερών. Ι, 430 (132). ― Μετὰ τοῦ ἄρθρου τὸ ἀλληλούϊα, Ἑβδ. Μακκ. Γϳ, ζϳ, 13, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β. «Ἑκάστου ἔτους ἅπαξ ἐν Ρώμῃ τὸ ἀλληλούϊα ψάλλουσι κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς πασχαλίου ἑορτῆς», Σωζ. 1476Β. ― Ὁ Θεοδοτίων ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «αἰνεῖτε τὸ Ὄν», ὁ δὲ Ἡσύχ.: «αἶνος τῷ ὄντι Θεῷ, αἰνεῖτε τὸν Κύριον», Ἰουστῖνος δὲ ὁ μάρτ.: «Ὑμνήσατε μετὰ μέλους τὸ Ὄν», κτλ. Ὁ Πτωχοπρόδρομος (2. 335) καθαπτόμενος τῶν τρυφηλῶν ἡγουμένων τῶν χρόνων του λέγει: «Ἐκεῖνοι Θεὸς καὶ Κύριος ψάλλουσι καθημέραν, ἡμᾶς δὲ λέγουν σήμερον ψάλλετε ἀλληλούϊα», διότι κατὰ τὴν Μεγ. Τεσσαρ. ἀντὶ τοῦ Θεὸς Κύριος... ψάλλεται τὸ ἀλληλούϊα, δηλ. ὑμεῖς οἱ πτωχοὶ μοναχοὶ πρέπει πάντοτε νὰ νηστεύητε.»

Greek Monolingual

ἀλληλούια)
επιφώνημα από αρχική εβραϊκή φράση, που σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Κύριον» — συνήθως χρησιμοποιείται ως επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών
νεοελλ.
(ιδιωματική φράση) «κοντός ψαλμός αλληλούια», σύντομα, δίχως περιφράσεις
λέγεται για συζήτηση ή υπόθεση που πρέπει γρήγορα να τελειώνει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εβρ. hallelujah «αινείτε τον Jah (τον Ιεχωβά, τον Κύριον)».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλουίζω.