ποιμνίτης: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poimnitis | |Transliteration C=poimnitis | ||
|Beta Code=poimni/ths | |Beta Code=poimni/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[ποιμενικός]], [[ὑμέναιοι]] [[shepherds]]' marriage songs, E.''Alc.''577(lyr.); <b class="b3">π. κύνες</b> [[shepherds]]' dogs, Poll.7.185. | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[ποιμενικός]], [[ὑμέναιοι]] [[shepherds]]' marriage songs, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''577(lyr.); <b class="b3">π. κύνες</b> [[shepherds]]' dogs, Poll.7.185. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:57, 25 October 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = ποιμενικός, ὑμέναιοι shepherds' marriage songs, E.Alc.577(lyr.); π. κύνες shepherds' dogs, Poll.7.185.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, = ποιμενικός; κύων, Hirtenhund, Poll. 7, 185; ὑμέναιος, ländliches Hochzeitslied, Ael. H. A. 12, 44 aus Eur. Alc. 580.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de berger, pastoral.
Étymologie: ποίμνη.
Russian (Dvoretsky)
ποιμνίτης: ου (ῑ) adj. m пастушеский или сельский (ὑμέναιος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ποιμνίτης: -ου, ὁ, = ποιμενικός, ὑμέναιος π., ποιμενικὸς γαμήλιος ὕμνος, Εὐρ. Ἄλκ. 577˙ π. κύων, ποιμενικὸς κύων, «μανδρόσκυλος», Πολυδ. Ζϳ, 185.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο ποιμενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στηλίτης)].
Greek Monotonic
ποιμνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = ποιμενικός, ὑμέναιος ποιμνίτης, ποιμενικός γαμήλιος ύμνος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ποῖμνίτης, ου, ὁ, = ποιμενικός
ὑμέναιος π. a shepherd's marriage song, Eur.